χρώς: Difference between revisions

1,485 bytes added ,  31 December 2018
6
(47c)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=γεν. χρωτός και [[χροός]], ο, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>φρ.</b> «εν χρῳ κεκαρμένος» — με τα μαλλιά κομμένα [[σύρριζα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σώμα]] του ανθρώπου, η [[σάρκα]] («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ [[θεραπεία]], Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς [[σωτηρία]]», Ακάθ. Ύμν.<br />β. «αἰεὶ τῷ γ' ἔσται χρὼς [[ἔμπεδος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> α) [[χροιά]] της επιδερμίδας<br />β) (γενικά) [[χρώμα]] («χρὼς αἵματος», <b>Ορφ.</b> Λιθ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[χρωματισμός]], η [[ιδιαιτερότητα]] του ύφους («τὸν αὐτὸν χρῶτα εὑρίσκεσθαι... ταύτης τε τῆς ἐπιστολῆς καὶ τῶν πράξεων», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[επιδερμίδα]], το [[δέρμα]] (α. «ἀκρότατον δ' ἄρ' ὀϊστὸς ἐπέγραψε [[χρόα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τοῡ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει καὶ τὸ [[στόμα]] κατεῑχε [[εὐωδία]] καὶ τὴν [[σάρκα]] πᾱσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] [[κάτω]] από το [[δέρμα]] («φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόσι [[χρώς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν χρῷ»<br />i) «πολύ [[κοντά]], εγγύτατα (<b>Θουκ.</b>)<br />ii) (για [[συμπλοκή]]) εκ του [[συστάδην]], [[σώμα]] με [[σώμα]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., ο [[οποίος]] [[κατά]] την [[κλίση]] του, [[εκτός]] από τους τ. τους σχηματισμένους από το οδοντικόληκτο θ. <i>χρωτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>χρωτός</i>, αιτ. <i>χρῶτα</i> <b>κ.λπ.</b>), που επικράτησε στην αττ., εμφανίζει και τ. ασυναίρετους (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. [[χροός]], αιτ. [[χρόα]], δοτ. <i>χροΐ</i>), οι οποίοι [[είναι]] αρχαιότεροι, ομηρικοί, και οι οποίοι προϋποθέτουν μια σιγματική [[μορφή]] θ., η οποία, με [[βάση]] τον συγγενή μυκηναϊκό τ. δυϊκού <i>a</i>-<i>korowee</i> «[[χωρίς]] κηλίδες», μπορεί να καθοριστεί σε <i>χροFοσ</i>-. Σύμφωνα με αυτά, οι τ. τών πλάγιων πτώσεων [[χροός]], [[χρόα]], <i>χροΐ</i>, το παρ. <i>χροιή</i> / [[χροιά]] και η [[μορφή]] του β' συνθετικού -<i>χροος</i> (και με [[συναίρεση]] -<i>χρους</i>) έχουν προέλθει από το θ. <i>χροFοσ</i>- με τις ανάλογες καταλ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρόα]] <span style="color: red;"><</span> <i>χροFοσ</i>-<i>α</i>, [[χροός]] και -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χροFοσ</i>-<i>ος</i>, <i>χροιή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χροFοσ</i>-<i>ια</i>), με σίγηση τών ενδοφωνηεντικών -<i>F</i>- και -<i>σ</i>- και στη [[συνέχεια]] [[υφαίρεση]], λ.χ. <i>χροFοσ</i>-<i>α</i> &GT; <i>χρο</i>-<i>ο</i>-<i>α</i> &GT; [[χρόα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κλέα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεεα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεFεσ</i>-<i>α</i>). Η ονομ. [[χρώς]], στην [[περίπτωση]] αυτή, θα [[πρέπει]] να έχει προέλθει από τ. <i>χροFώς</i> (με εκτεταμένο το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>[[πρβλ]].</b> [[αἰδώς]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αιδοσ</i>-), με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]]. Παρλλ. απαντούν και μορφές θ. <i>χρωσ</i>- (το -<i>σ</i>- [[είναι]] πιθ. αναλογικό) σε τ. του ρ. [[χρώννυμι]], -<i>ύω</i>, <i>χρω</i>-, στους τ. <i>χρῶ</i>-<i>σις</i> και <i>χρῶ</i>-<i>μα</i> και <i>χρωτ</i>- (από την [[κλίση]] της λ. [[χρώς]] [[κατά]] τα οδοντικόληκτα), <b>[[πρβλ]].</b> [[χρωτίζω]], [[χρωτίδιον]]. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ., η λ. θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τον [[επίσης]] δυσερμήνευτο τ. [[χραύω]] «[[αγγίζω]] [[ελαφρά]]», του οποίου η [[ρίζα]] <i>ghreu</i>- θα μπορούσε να ερμηνεύσει το θ. <i>χροF</i>-<i>οσ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[χραύω]]), [[σύνδεση]], όμως, που δεν φωτίζει περισσότερο την ετυμολόγηση του τ. Η λ. [[χρώς]] απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λ. με τις μορφές -<i>χροος</i>/-<i>χρους</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>χροος</i>, <i>πυρό</i>-<i>χρους</i>) και -<i>χρως</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθό</i>-<i>χρως</i>), ενώ απαντούν και ορισμένοι μεμονωμένοι τ., όπως ουδ. <i>ἐϋ</i>-<i>χροές</i> (όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο σιγμόληκτο θ. <i>χροFεσ</i>- / <i>χροFοσ</i>- και αντιστοιχεί με το μυκηναϊκό -<i>korowee</i>), <i>μελαγ</i>-<i>χροιής</i> (η [[μορφή]] του β' συνθετικού για μετρικούς λόγους), <i>μελαγ</i>-<i>χρής</i> (κατ' [[επίδραση]] τών σύνθ. σε -<i>αιδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἰδώς]]). Αρχική σημ., [[τέλος]], της λ. [[χρώς]] [[είναι]] «[[επιδερμίδα]], [[δέρμα]], [[σάρκα]]», από όπου η σημ. «[[χρώμα]] του δέρματος, [[χροιά]] της επιδερμίδας» και κατ' επέκτ. η [[χρησιμοποίηση]] της λ. και ιδιαίτερα τών παραγώγων της για [[δήλωση]] της γενικής σημ. «[[χρώμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> την σημ. τών λ. [[χρώμα]], [[χρώση]], [[χροιά]], [[χρώννυμι]], [[χρωτίζω]] και τών σύνθ. σε -<i>χροος</i> / -<i>χροῦς</i>)].
|mltxt=γεν. χρωτός και [[χροός]], ο, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>φρ.</b> «εν χρῳ κεκαρμένος» — με τα μαλλιά κομμένα [[σύρριζα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[σώμα]] του ανθρώπου, η [[σάρκα]] («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ [[θεραπεία]], Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς [[σωτηρία]]», Ακάθ. Ύμν.<br />β. «αἰεὶ τῷ γ' ἔσται χρὼς [[ἔμπεδος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> α) [[χροιά]] της επιδερμίδας<br />β) (γενικά) [[χρώμα]] («χρὼς αἵματος», <b>Ορφ.</b> Λιθ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο [[χρωματισμός]], η [[ιδιαιτερότητα]] του ύφους («τὸν αὐτὸν χρῶτα εὑρίσκεσθαι... ταύτης τε τῆς ἐπιστολῆς καὶ τῶν πράξεων», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[επιδερμίδα]], το [[δέρμα]] (α. «ἀκρότατον δ' ἄρ' ὀϊστὸς ἐπέγραψε [[χρόα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τοῡ χρωτὸς ἥδιστον ἀπέπνει καὶ τὸ [[στόμα]] κατεῑχε [[εὐωδία]] καὶ τὴν [[σάρκα]] πᾱσαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] [[κάτω]] από το [[δέρμα]] («φθινύθει δ' ἀμφ' ὀστεόσι [[χρώς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν χρῷ»<br />i) «πολύ [[κοντά]], εγγύτατα (<b>Θουκ.</b>)<br />ii) (για [[συμπλοκή]]) εκ του [[συστάδην]], [[σώμα]] με [[σώμα]] (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ., ο [[οποίος]] [[κατά]] την [[κλίση]] του, [[εκτός]] από τους τ. τους σχηματισμένους από το οδοντικόληκτο θ. <i>χρωτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. <i>χρωτός</i>, αιτ. <i>χρῶτα</i> <b>κ.λπ.</b>), που επικράτησε στην αττ., εμφανίζει και τ. ασυναίρετους (<b>[[πρβλ]].</b> γεν. [[χροός]], αιτ. [[χρόα]], δοτ. <i>χροΐ</i>), οι οποίοι [[είναι]] αρχαιότεροι, ομηρικοί, και οι οποίοι προϋποθέτουν μια σιγματική [[μορφή]] θ., η οποία, με [[βάση]] τον συγγενή μυκηναϊκό τ. δυϊκού <i>a</i>-<i>korowee</i> «[[χωρίς]] κηλίδες», μπορεί να καθοριστεί σε <i>χροFοσ</i>-. Σύμφωνα με αυτά, οι τ. τών πλάγιων πτώσεων [[χροός]], [[χρόα]], <i>χροΐ</i>, το παρ. <i>χροιή</i> / [[χροιά]] και η [[μορφή]] του β' συνθετικού -<i>χροος</i> (και με [[συναίρεση]] -<i>χρους</i>) έχουν προέλθει από το θ. <i>χροFοσ</i>- με τις ανάλογες καταλ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρόα]] <span style="color: red;"><</span> <i>χροFοσ</i>-<i>α</i>, [[χροός]] και -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χροFοσ</i>-<i>ος</i>, <i>χροιή</i> <span style="color: red;"><</span> <i>χροFοσ</i>-<i>ια</i>), με σίγηση τών ενδοφωνηεντικών -<i>F</i>- και -<i>σ</i>- και στη [[συνέχεια]] [[υφαίρεση]], λ.χ. <i>χροFοσ</i>-<i>α</i> &GT; <i>χρο</i>-<i>ο</i>-<i>α</i> &GT; [[χρόα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κλέα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεεα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κλεFεσ</i>-<i>α</i>). Η ονομ. [[χρώς]], στην [[περίπτωση]] αυτή, θα [[πρέπει]] να έχει προέλθει από τ. <i>χροFώς</i> (με εκτεταμένο το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>[[πρβλ]].</b> [[αἰδώς]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>αιδοσ</i>-), με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]]. Παρλλ. απαντούν και μορφές θ. <i>χρωσ</i>- (το -<i>σ</i>- [[είναι]] πιθ. αναλογικό) σε τ. του ρ. [[χρώννυμι]], -<i>ύω</i>, <i>χρω</i>-, στους τ. <i>χρῶ</i>-<i>σις</i> και <i>χρῶ</i>-<i>μα</i> και <i>χρωτ</i>- (από την [[κλίση]] της λ. [[χρώς]] [[κατά]] τα οδοντικόληκτα), <b>[[πρβλ]].</b> [[χρωτίζω]], [[χρωτίδιον]]. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ., η λ. θα μπορούσε πιθ. να συνδεθεί με τον [[επίσης]] δυσερμήνευτο τ. [[χραύω]] «[[αγγίζω]] [[ελαφρά]]», του οποίου η [[ρίζα]] <i>ghreu</i>- θα μπορούσε να ερμηνεύσει το θ. <i>χροF</i>-<i>οσ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[χραύω]]), [[σύνδεση]], όμως, που δεν φωτίζει περισσότερο την ετυμολόγηση του τ. Η λ. [[χρώς]] απαντά ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό λ. με τις μορφές -<i>χροος</i>/-<i>χρους</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>χροος</i>, <i>πυρό</i>-<i>χρους</i>) και -<i>χρως</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθό</i>-<i>χρως</i>), ενώ απαντούν και ορισμένοι μεμονωμένοι τ., όπως ουδ. <i>ἐϋ</i>-<i>χροές</i> (όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο σιγμόληκτο θ. <i>χροFεσ</i>- / <i>χροFοσ</i>- και αντιστοιχεί με το μυκηναϊκό -<i>korowee</i>), <i>μελαγ</i>-<i>χροιής</i> (η [[μορφή]] του β' συνθετικού για μετρικούς λόγους), <i>μελαγ</i>-<i>χρής</i> (κατ' [[επίδραση]] τών σύνθ. σε -<i>αιδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἰδώς]]). Αρχική σημ., [[τέλος]], της λ. [[χρώς]] [[είναι]] «[[επιδερμίδα]], [[δέρμα]], [[σάρκα]]», από όπου η σημ. «[[χρώμα]] του δέρματος, [[χροιά]] της επιδερμίδας» και κατ' επέκτ. η [[χρησιμοποίηση]] της λ. και ιδιαίτερα τών παραγώγων της για [[δήλωση]] της γενικής σημ. «[[χρώμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> την σημ. τών λ. [[χρώμα]], [[χρώση]], [[χροιά]], [[χρώννυμι]], [[χρωτίζω]] και τών σύνθ. σε -<i>χροος</i> / -<i>χροῦς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρώς:''' ὁ, γεν. <i>χρωτός</i>, δοτ. <i>χρωτί</i> (Αττ. επίσης [[χρῷ]]), αιτ. <i>χρῶτα</i>· Ιων. γεν. [[χροός]], δοτ. <i>χροΐ</i>, αιτ. [[χρόα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιφάνεια]] [[κάθε]] σώματος, [[επιδερμίδα]], [[δέρμα]] ανθρώπου, σε Όμηρ.· επίσης, [[σάρκα]], αντίθ. προς τα <i>ὀστά</i>, στον ίδ.· γενικά, [[σώμα]], [[σάρκα]], σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐν χροΐ</i>, Αττ. ἐν [[χρῷ]], κοντά στο [[δέρμα]], <i>ἐν χροΐ κείρειν</i>, [[κουρεύω]] [[μέχρι]] το [[δέρμα]], σε Ηρόδ.· ἐν [[χρῷ]] κεκαρμένος, σε Ξεν.· μεταφ., ξυρεῖ γὰρ ἐν [[χρῷ]] [[τοῦτο]], πλησιάζει [[πολύ]], σε Σοφ.· ἐν [[χρῷ]] παραπλέειν, τόσο κοντά έπλεεε ώστε να ξυρίσει ή να αγγίξει [[ελαφρώς]], Λατ. radere, σε Θουκ.· απόλ., ἐν [[χρῷ]] (επίσης και <i>ἐγχρῷ</i> ή <i>ἐγχρῶ</i>), δίπλα στο [[χέρι]], [[εγγύς]], [[πλησίον]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> το [[χρώμα]] του δέρματος, σε Όμηρ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[χρώμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}