ψαφαρός: Difference between revisions

6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψαφαρός]], -ά, -όν, ΝΑ, και ιων. τ. [[ψαφερός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί εύκολα να κονιοποιηθεί, [[εύθρυπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) [[αμμώδης]] ή ρηγματωμένος<br /><b>2.</b> (για αδένες και για τον εγκέφαλο) αυτός που έχει χαλαρή [[σύσταση]]<br /><b>3.</b> (για [[υγρό]]) [[αραιός]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[στυφός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για [[ερπετό]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σκόνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψαφαρῶς</i> Μ<br />σε αμμώδες [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>ψᾰφ</i>-[[αρός]], με βραχύ φωνηεντισμό -<i>ᾰ</i>-, εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψᾱφ</i>- /<i>ψηφ</i>- του [[ψῆφος]] και έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -[[αρός]] / -<i>ερός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χλιαρός]]: [[χλιερός]]). Για τον φωνηεντισμό -<i>α</i>- του επιθ. <b>βλ. λ.</b> [[ψάμμος]].
|mltxt=-ή, -ό / [[ψαφαρός]], -ά, -όν, ΝΑ, και ιων. τ. [[ψαφερός]], -ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί εύκολα να κονιοποιηθεί, [[εύθρυπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[έδαφος]]) [[αμμώδης]] ή ρηγματωμένος<br /><b>2.</b> (για αδένες και για τον εγκέφαλο) αυτός που έχει χαλαρή [[σύσταση]]<br /><b>3.</b> (για [[υγρό]]) [[αραιός]]<br /><b>4.</b> (για [[κρασί]]) [[στυφός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> (για [[ερπετό]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σκόνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψαφαρῶς</i> Μ<br />σε αμμώδες [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>ψᾰφ</i>-[[αρός]], με βραχύ φωνηεντισμό -<i>ᾰ</i>-, εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψᾱφ</i>- /<i>ψηφ</i>- του [[ψῆφος]] και έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -[[αρός]] / -<i>ερός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χλιαρός]]: [[χλιερός]]). Για τον φωνηεντισμό -<i>α</i>- του επιθ. <b>βλ. λ.</b> [[ψάμμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψᾰφᾰρός:''' -ά, -όν, Ιων. [[ψαφερός]], -ή, -όν, ([[ψάω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μετατρέπεται εύκολα σε [[σκόνη]], [[εύθρυπτος]], θρυμματισμένος, σε Αισχύλ., Ανθ.· <i>ἡ ψαφαρή</i>, [[αμμώδης]] [[παραλία]], σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για υγρά, [[αραιός]], [[υδατώδης]], στο ίδ.
}}
}}