ψοφοδεής: Difference between revisions

6
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που τρομάζει με τον παραμικρότερο θόρυβο, [[λιγόψυχος]], [[φοβητσιάρης]], [[δειλός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψοφοδεές</i><br />[[δειλία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ψοφοδεής</i><br />[[τίτλος]] έργου του Μενάνδρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψοφοδεώς]] / <i>ψοφοδεῶς</i>, ΝΜΑ<br />με μεγάλο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψόφος]] (Ι) «[[ήχος]], [[κρότος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ὑπνο</i>-<i>δεής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που τρομάζει με τον παραμικρότερο θόρυβο, [[λιγόψυχος]], [[φοβητσιάρης]], [[δειλός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψοφοδεές</i><br />[[δειλία]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Ψοφοδεής</i><br />[[τίτλος]] έργου του Μενάνδρου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ψοφοδεώς]] / <i>ψοφοδεῶς</i>, ΝΜΑ<br />με μεγάλο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψόφος]] (Ι) «[[ήχος]], [[κρότος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ὑπνο</i>-<i>δεής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψοφοδεής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[δέος]]), αυτός που τρομάζει σε [[κάθε]] θόρυβο, [[ντροπαλός]], [[δειλός]], [[φοβητσιάρης]], σε Πλάτ.· <i>τὸ ψοφοδεές</i>, [[δειλία]], σε Πλούτ.
}}
}}