ψοφοδεής
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
ψοφοδεές, (δέος) frightened at every noise, shy, timid, especially of animals, Plu.Cam.27; [ἵπποι] ψ. καὶ εὐπτόητοι Id.2.642a; of men, Pl.Phdr.257d, D.H.11.22, cf. PGrenf.2.7 (a). 2 (iii B. C.); name of a play of Menander: τὸ ἐν τῇ πολιτείᾳ ψοφοδεές = timidity, Plu.Nic.2. Adv. ψοφοδεῶς Id.2.47b, Luc.Pr. Im.7,28, Herod.Med. ap. Orib.10.11.2, Jul. ad Ath.277c.
German (Pape)
[Seite 1401] ές, bei jedem Geräusch erschreckend, scheu, furchtsam, Plat. Phaedr. 257 d u. Sp., wie Plut. Fab. 27; bes. von Tieren gebr., aber auch von Menschen, Mein. Men. p. 183; vgl. Plut. philos. cum princ. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui craint le moindre bruit, craintif, peureux ; τὸ ψοφοδεές PLUT esprit timoré.
Étymologie: ψόφος, δέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψοφοδεής -ές [ψόφος, δέος] bang van geluid, schrikachtig, schuchter.
Russian (Dvoretsky)
ψοφοδεής: пугающийся всякого шума, т. е. пугливый, боязливый, робкий (sc. ἀνήρ Plat.; ἵππος Plut.).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που τρομάζει με τον παραμικρότερο θόρυβο, λιγόψυχος, φοβητσιάρης, δειλός
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψοφοδεές
δειλία
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ψοφοδεής
τίτλος έργου του Μενάνδρου.
επίρρ...
ψοφοδεώς / ψοφοδεῶς, ΝΜΑ
με μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (Ι) «ήχος, κρότος» + -δεής (< δέος), πρβλ. ὑπνοδεής].
Greek Monotonic
ψοφοδεής: -ές, γεν. -έος (δέος), αυτός που τρομάζει σε κάθε θόρυβο, ντροπαλός, δειλός, φοβητσιάρης, σε Πλάτ.· τὸ ψοφοδεές, δειλία, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
ψοφοδεής: -ές, γεν. έος, (δέος) ὁ καὶ ἐκ τοῦ ἐλαχίστου ψόφου τρομάζων, εἰς ἄκρον δειλός, ὁ εὔκολα τρομάζων, «φοβιτσιάρης», μάλιστα ἐπὶ ζῴων, Πλουτ. Φάβ. 27· [ἵπποι] ψ. καὶ εὐπτόητοι ὁ αὐτ. 2. 642Β· ὡσαύτως καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλάτ. Φαῖδρ. 257D. Διον. Ἁλ. 11. 22· ὄνομα δράματός τινος τοῦ Μενάνδρου, ἴδε Meineke σελ. 183 κἑξ.· ― τὸ ψοφοδεές, δειλία, Πλουτ. Νικ. 2. ― Ἐπίρρ. -εῶς, ὁ αὐτ. 2. 47Β, Λουκ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 7, καὶ 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ψοφοδεής· δειλός, κενόφοβος, ὁ καὶ τοὺς ψόφους καὶ τὰ ἐλάχιστα φοβούμενος».
Middle Liddell
ψοφο-δεής, ές δέος
frightened at every noise, shy, timid, Plat.:— τὸ ψοφοδεές timidity, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού φοβᾶται καί τόν παραμικρό θόρυβο, φοβιτσιάρης). Ἀπό τό ψόφος (=θόρυβος) + δέος (=φόβος) τοῦ δείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ψόφος.