ἁλιευτικός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιευτικός:''' -ή, -όν ([[ἁλιεύω]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για [[ψάρεμα]], σε Ξεν., Αριστ.· <i>ἡ -κή</i> (με ή [[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του ψαρέματος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἁλιευτικός:''' -ή, -όν ([[ἁλιεύω]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για [[ψάρεμα]], σε Ξεν., Αριστ.· <i>ἡ -κή</i> (με ή [[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του ψαρέματος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιευτικός:''' <b class="num">1)</b> рыболовный, рыбачий ([[πλοῖον]] Xen.; [[τέχνη]] Plat.; [[κάλαμος]] Arst.; [[κύρτος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> рыбацкий ([[βίος]] Arst.): τὸ ἁλιευτικὸν δήμου [[εἶδος]] Arst. рыбацкое население, рыбаки.
}}
}}