3,274,246
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλιευτικός:''' -ή, -όν ([[ἁλιεύω]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για [[ψάρεμα]], σε Ξεν., Αριστ.· <i>ἡ -κή</i> (με ή [[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του ψαρέματος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἁλιευτικός:''' -ή, -όν ([[ἁλιεύω]]), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για [[ψάρεμα]], σε Ξεν., Αριστ.· <i>ἡ -κή</i> (με ή [[χωρίς]] το [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του ψαρέματος, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλιευτικός:''' <b class="num">1)</b> рыболовный, рыбачий ([[πλοῖον]] Xen.; [[τέχνη]] Plat.; [[κάλαμος]] Arst.; [[κύρτος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> рыбацкий ([[βίος]] Arst.): τὸ ἁλιευτικὸν δήμου [[εἶδος]] Arst. рыбацкое население, рыбаки. | |||
}} | }} |