ἀρθριτικός: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀρθριτικός]], -ή, -όν) [[αρθρίτιδα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[αρθρίτιδα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τα αρθριτικά</i><br />η [[αρθρίτιδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τις αρθρώσεις του σώματος.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀρθριτικός]], -ή, -όν) [[αρθρίτιδα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[αρθρίτιδα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τα αρθριτικά</i><br />η [[αρθρίτιδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τις αρθρώσεις του σώματος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρθριτικός:''' мед. артритический Cic.
}}
}}