3,253,652
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀρθριτικός]], -ή, -όν) [[αρθρίτιδα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[αρθρίτιδα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τα αρθριτικά</i><br />η [[αρθρίτιδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τις αρθρώσεις του σώματος. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀρθριτικός]], -ή, -όν) [[αρθρίτιδα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[αρθρίτιδα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τα αρθριτικά</i><br />η [[αρθρίτιδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τις αρθρώσεις του σώματος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρθριτικός:''' мед. артритический Cic. | |||
}} | }} |