ἀκρατίζομαι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρᾱτίζομαι:''' μέλ. <i>-ῐοῦμαι</i>, αποθ.· (<i>ἄκρᾱτος</i>)· [[πίνω]] [[κρασί]] που δεν έχει αναμιχθεί με [[νερό]], [[πίνω]] καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, [[προγευματίζω]], [[διότι]] το [[πρόγευμα]] αποτελούνταν από [[ψωμί]] βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀκρᾱτίζομαι:''' μέλ. <i>-ῐοῦμαι</i>, αποθ.· (<i>ἄκρᾱτος</i>)· [[πίνω]] [[κρασί]] που δεν έχει αναμιχθεί με [[νερό]], [[πίνω]] καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, [[προγευματίζω]], [[διότι]] το [[πρόγευμα]] αποτελούνταν από [[ψωμί]] βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρᾱτίζομαι:''' <b class="num">1)</b> пить неразбавленное вино, т. е. завтракать (завтрак обычно состоял из хлеба, смоченного в чистом вине): ἀ. τι Arph. завтракать чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> предаваться распутству Arph.
}}
}}