ἀκρατίζομαι
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
(ἄκρατος) drink neat wine; hence, breakfast, because this consisted of bread dipped in wine (Ath.1.11c sq.), Ar.Pl. 295, ubi v. Sch., Canthar.8: c. acc., ἀκρατίζομαι κοκκύμηλα to breakfast on plums, Ar.Fr.607; μικρόν Aristomen.14: metaph., c. gen., ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166:—later in Act. ἀκρατίζω, fut. ἀκρατιῶ, entertain at breakfast, τοὺς ἐφήβους Inscr.Prien.113.41: metaph., ποτιζέτω καὶ ἀκρατιζέτω ψυχάς Ph.1.103.
Spanish (DGE)
• Morfología: [ἀκρατίζω Gloss.2.223, act. fut. -ιῶ IPr.113.41 (I a.C.), part. perf. ἠκρατικώς Didyma 2.286 (II d.C.)]
1 desayunar Ar.Pl.295, con pan y vino puro Canthar.10
•c. ac. κοκκύμηλα tomar ciruelas para desayunar Ar.Fr.621, μικρόν Aristomen.14
•fig. c. gen. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166.
2 v. act. invitar a beber vino puro c. ac. fig. ἀκρατιζέτω ψυχὰς ἵνα κατάσχετοι γένωνται θείᾳ μέθη Ph.1.103
•invitar a un desayuno o almuerzo, agasajar con una colación de mañana, a base de pan empapado en vino τούς τε ἐλευθέρους παῖδας καὶ τοὺς ἐφήβους IPr.l.c., ἠκρατικὼς ἐν τῇ ἀγωνοθεσίᾳ τὴν πόλιν Didyma l.c.
3 beber vino puro Sud.
French (Bailly abrégé)
1 boire du vin pur ; déjeuner (le petit-déjeuner consistant d'ordinaire en pain trempé dans du vin pur);
2 prendre, en guise de vin pur, une ration de, gén..
Étymologie: ἄκρατος.
German (Pape)
[ρᾱ], (ἄκρατος), med., nicht mit Wasser vermischten Wein trinken, dah. (Schol. Theocr. 1.49 πρωΐας ἔτι οὔσης ὀλίγον τινὰ ἐσθίομεν ἄρτον καὶ ἄκρατον οἶνον πίνομεν) frühstücken, Comm. frg. bei Ath. I.11c; ἀκρατιοῦμαι μικρόν und κοκκύμηλα ἠκρατίσω Ar. bei Poll. 6.24. Bei Ar. Plut. 295 läuft τράγοι δ' ἀκρατιεῖσθε auf einen obscoenen Witz hinaus. S. Schol.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾱτίζομαι:
1 пить неразбавленное вино, т. е. завтракать (завтрак обычно состоял из хлеба, смоченного в чистом вине): ἀ. τι Arph. завтракать чем-л.;
2 предаваться распутству Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾰτίζομαι: μέλλ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.: (ἄκρᾱτος) = πίνω ἄκρατον, ἀμιγῆ οἶνον (merum): ἐντεῦθεν, προγευματίζω, καθ’ ὅσον τὸ πρόγευμα συνίστατο ἐκ τεμαχίου ἄρτου βεβαπτισμένου εἰς ἄκρατον οἶνον, (Ἀθήν. 11C, κἑξ.), Ἀριστοφ. Πλ. 295, ἔνθα ἴδε Σχολ., Κάνθαρ. Ἄδηλ. 1: - μετ’ αἰτ., ἀκρ. κοκκύμηλα, προγευματίζω μὲ δαμάσκηνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 505α· μικρόν, Ἀριστομ. Ἄδηλ. 1: - μεταφ. μ. γεν. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας, Φίλων 2. 166.
Greek Monotonic
ἀκρᾱτίζομαι: μέλ. -ῐοῦμαι, αποθ.· (ἄκρᾱτος)· πίνω κρασί που δεν έχει αναμιχθεί με νερό, πίνω καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, προγευματίζω, διότι το πρόγευμα αποτελούνταν από ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
See also: κεράννυμι
Middle Liddell
ἄκρατος
to drink wine unmixed with water: hence, to breakfast, because this meal consisted of bread dipped in wine, Ar.