σφηκός: Difference between revisions

4b
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σφήκα]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το [[λοφίο]], αλλ. [[σφήκωμα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφηκοί<br />οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, [[ἔνιοι]] δὲ ῥωμαλέους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> «[[σφήκα]]»].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[σφήκα]]<br /><b>2.</b> η [[κορυφή]] της περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το [[λοφίο]], αλλ. [[σφήκωμα]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σφηκοί<br />οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, [[ἔνιοι]] δὲ ῥωμαλέους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[σφήξ]], -<i>ηκός</i> «[[σφήκα]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''σφηκός:''' οῦ adj. m Soph. = [[σφηκώδης]].
}}
}}