3,274,919
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τηλαυγής:''' -ές ([[τῆλε]], [[αὐγή]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λάμπει από [[μακριά]], που ακτινοβολεί, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για μακρινά πράγματα, αυτός που φαίνεται από [[μακριά]], που λάμπει από [[μακριά]], σε Θέογν., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>τηλαυγῶς</i>, [[σαφώς]], [[φανερά]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''τηλαυγής:''' -ές ([[τῆλε]], [[αὐγή]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λάμπει από [[μακριά]], που ακτινοβολεί, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για μακρινά πράγματα, αυτός που φαίνεται από [[μακριά]], που λάμπει από [[μακριά]], σε Θέογν., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>τηλαυγῶς</i>, [[σαφώς]], [[φανερά]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τηλαυγής:''' <b class="num">1)</b> далеко бросающий свой свет ([[πρόσωπον]], sc. τοῦ Ἡλίου HH);<br /><b class="num">2)</b> светлый, сияющий, лучезарный ([[φάος]] Pind.; ἀκτίνων [[σέλας]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> далеко видный, ясный ([[ὄχθος]] Soph.). | |||
}} | }} |