3,274,917
edits
(41) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που φέγγει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], αυτός που ακτινοβολεί, [[μακριά]], που εκπέμπει το φως του από [[μακριά]] (α. «[[τηλαυγής]] [[φάρος]]» β. «ἀστέρος οὐρανίου τηλαυγέστερον [[φάος]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «[[πρόσωπον]] τηλαυγές» — ο Ήλιος, Ύμν. <b>Ομ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθαρός]], [[σαφής]], [[καταφανής]] (α. «σαφεῑς καὶ τηλαυγεῑς αἰτίαι», Iουλ.<br />β. «καθαρὸς δὲ καὶ τηλαυγὴς ὁ νοῡς [[οὕτως]] ἄν ἦν», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται από [[μακριά]], [[περίβλεπτος]] («ἀπὸ τηλαυγέος [[φαινόμενος]] σκοπιῆς», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βλέπει [[κάτι]] από [[μακριά]], που αισθάνεται [[κάτι]] από [[μακριά]] (α. «[[αἴσθησις]] τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.<br />β. «[[ψυχή]] τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τηλαυγής]] λευκή» — στιλπνό [[στίγμα]] στο [[δέρμα]] ως [[σύμπτωμα]] της λέπρας (ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τηλαυγῶς</i> ΜΑ<br />[[καθαρά]], με [[διαύγεια]] (α. «ἐὰν εἴπωμεν [[βασιλεύς]], οὐ τηλαυγῶς τὸν ὁριζόμενον ἐδείξαμεν», Επιφάν.<br />β. «ἀφορῶνται δ' ἐντεῡθεν τηλαυγῶς αἱ πυραμίδες», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυκ</i>-<i>αυγής</i>). | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που φέγγει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], αυτός που ακτινοβολεί, [[μακριά]], που εκπέμπει το φως του από [[μακριά]] (α. «[[τηλαυγής]] [[φάρος]]» β. «ἀστέρος οὐρανίου τηλαυγέστερον [[φάος]]», <b>Πίνδ.</b><br />γ. «[[πρόσωπον]] τηλαυγές» — ο Ήλιος, Ύμν. <b>Ομ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθαρός]], [[σαφής]], [[καταφανής]] (α. «σαφεῑς καὶ τηλαυγεῑς αἰτίαι», Iουλ.<br />β. «καθαρὸς δὲ καὶ τηλαυγὴς ὁ νοῡς [[οὕτως]] ἄν ἦν», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φαίνεται από [[μακριά]], [[περίβλεπτος]] («ἀπὸ τηλαυγέος [[φαινόμενος]] σκοπιῆς», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βλέπει [[κάτι]] από [[μακριά]], που αισθάνεται [[κάτι]] από [[μακριά]] (α. «[[αἴσθησις]] τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.<br />β. «[[ψυχή]] τηλαυγεστέρα», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τηλαυγής]] λευκή» — στιλπνό [[στίγμα]] στο [[δέρμα]] ως [[σύμπτωμα]] της λέπρας (ΚΔ). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τηλαυγῶς</i> ΜΑ<br />[[καθαρά]], με [[διαύγεια]] (α. «ἐὰν εἴπωμεν [[βασιλεύς]], οὐ τηλαυγῶς τὸν ὁριζόμενον ἐδείξαμεν», Επιφάν.<br />β. «ἀφορῶνται δ' ἐντεῡθεν τηλαυγῶς αἱ πυραμίδες», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυκ</i>-<i>αυγής</i>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τηλαυγής:''' -ές ([[τῆλε]], [[αὐγή]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που λάμπει από [[μακριά]], που ακτινοβολεί, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για μακρινά πράγματα, αυτός που φαίνεται από [[μακριά]], που λάμπει από [[μακριά]], σε Θέογν., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>τηλαυγῶς</i>, [[σαφώς]], [[φανερά]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |