ἐξελληνίζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελληνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω [[κάτι]] ελληνικό, του [[προσδίδω]] ελληνική [[καταγωγή]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐξελληνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω [[κάτι]] ελληνικό, του [[προσδίδω]] ελληνική [[καταγωγή]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξελληνίζω:''' выводить из греческого языка, объявлять греческим (ὄνομά τι Plut.).
}}
}}