Anonymous

ἐξελληνίζω: Difference between revisions

From LSJ
4
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξελληνίζω]])<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] κάποιον σε Έλληνα ή [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταφράζω]] στα Ελληνικά.
|mltxt=(AM [[ἐξελληνίζω]])<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] κάποιον σε Έλληνα ή [[κάτι]] σε ελληνικό<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις»)<br /><b>μσν.</b><br />[[μεταφράζω]] στα Ελληνικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξελληνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω [[κάτι]] ελληνικό, του [[προσδίδω]] ελληνική [[καταγωγή]], σε Πλούτ.
}}
}}