σκωπτικός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκωπτικός:''' -ή, -όν, [[περιπαικτικός]], [[σαρκαστικός]], [[ειρωνικός]], [[σαρκαστικός]], σε Πλάτ., Λουκ.
|lsmtext='''σκωπτικός:''' -ή, -όν, [[περιπαικτικός]], [[σαρκαστικός]], [[ειρωνικός]], [[σαρκαστικός]], σε Πλάτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκωπτικός:''' любящий шутить, сыплющий остротами Plut.
}}
}}