ἐπίψογος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίψογος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[κατακριτέος]], αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.· επίρρ. <i>-γως</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[επικριτικός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπίψογος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[κατακριτέος]], αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.· επίρρ. <i>-γως</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[επικριτικός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίψογος:''' <b class="num">1)</b> достойный порицания, предосудительный Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> порицающий: ἐ. [[φάτις]] Aesch. дурная слава.
}}
}}