Anonymous

ἐπίψογος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίψογος]], -ον)<br />εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν [[μέντοι]] δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῑς γιγνομένων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψογερός]], αυτός που ψέγει κάποιον («[[ἐπίψογος]] [[φάτις]]»).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίψογος]], -ον)<br />εκτεθειμένος στον ψόγο, αξιοκατάκριτος («οὐδὲν [[μέντοι]] δεῑ θαυμάζειν τούτων τῶν ἐπιψόγων αὐτοῑς γιγνομένων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψογερός]], αυτός που ψέγει κάποιον («[[ἐπίψογος]] [[φάτις]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίψογος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[κατακριτέος]], αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ξεν.· επίρρ. <i>-γως</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[επικριτικός]], σε Αισχύλ.
}}
}}