κράτος: Difference between revisions

1,502 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κράτος:''' [ᾰ], Ιων. και Επικ. [[κάρτος]], -εος, τό·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[ισχύς]], σε Όμηρ., Αττ.· κατὰ [[κράτος]], με όλη τη [[δύναμη]] ή ισχύ κάποιου, πάση δυνάμει, με [[κάθε]] [[δύναμη]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> προσωποπ., Ισχύς, Δύναμη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Όμηρ.· [[διακυβέρνηση]], [[εξουσία]], [[αρχή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[αρχή]] πάνω σε κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., <i>ἀστραπᾶν κράτη νέμων</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αρχή]], [[αρχή]] εξουσίας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπεροχή]], υπέρτερη [[δύναμη]], [[κυριαρχία]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>κρ.ἀριστείας</i>, το έπαθλο της μέγιστης ανδρείας, σε Σοφ.
|lsmtext='''κράτος:''' [ᾰ], Ιων. και Επικ. [[κάρτος]], -εος, τό·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δύναμη]], [[ισχύς]], σε Όμηρ., Αττ.· κατὰ [[κράτος]], με όλη τη [[δύναμη]] ή ισχύ κάποιου, πάση δυνάμει, με [[κάθε]] [[δύναμη]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> προσωποπ., Ισχύς, Δύναμη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[δύναμη]], [[εξουσία]], σε Όμηρ.· [[διακυβέρνηση]], [[εξουσία]], [[αρχή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[αρχή]] πάνω σε κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., <i>ἀστραπᾶν κράτη νέμων</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[αρχή]], [[αρχή]] εξουσίας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπεροχή]], υπέρτερη [[δύναμη]], [[κυριαρχία]], σε Όμηρ., Αττ.· <i>κρ.ἀριστείας</i>, το έπαθλο της μέγιστης ανδρείας, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κράτος:''' (ᾰ), эп.-ион. тж. [[κάρτος]], εος τό<br /><b class="num">1)</b> сила, мощь, крепость (τὸ σιδήρου κ. Hom.): κατὰ κ. всеми силами (πολεμεῖν Plat.; πολιορκεῖσθαι Thuc.) или приступом, штурмом (πόλιν [[ἑλεῖν]] Thuc.); ἐλαύνειν ἀνὰ κ. Xen. мчаться во весь опор; πρὸς ἰσχύος κ. Soph. силой, насильно;<br /><b class="num">2)</b> могущество, власть (sc. [[Διός]] Hom.): τὸ [[πᾶν]] κ. ἔχειν Her. быть всемогущим; θρόνων χράτη Soph. царская власть; τὸ τῆς θαλάσσης κ. Thuc. господство на море; τὸ κ. ἔχειν τῆς στρατιῆς Her. стоять во главе армии;<br /><b class="num">3)</b> глава, вождь, повелитель: Ἀχαιῶν δίθρονον κ. Aesch. оба повелителя ахейцев, т. е. Агамемнон и Менелай; Διογενὲς φιλόμαχον κ. Aesch. рожденная Зевсом царица битв (т. е. Афина);<br /><b class="num">4)</b> одоление, победа ([[νίκη]] καὶ κ. τῶν πολεμίων Plat.);<br /><b class="num">5)</b> pl. бесчинства, проступки (εἰ ταῦτ᾽ ἀνατεὶ [[τῇδε]] κείσεται κράτη Soph.).
}}
}}