τυφόω: Difference between revisions

672 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῡφόω:''' <b class="num">1)</b> досл. окутывать дымом, перен. наполнять чванством (τινα Plut.): χαίρων καὶ τετυφωμένος Plut. ликующий и гордый; τετυφωμένη [[ἀπόκρισις]] Plut. надменный ответ;<br /><b class="num">2)</b> помрачать, сводить с ума (ὁ [[οἶνος]] τετυφωμένους ποιεῖ Arst.): ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Dem. дурачиться и сумасбродствовать; οὐκ [[οὕτω]] τετύφωμαι Dem. я не настолько безумен.
}}
}}