3,273,299
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ. | |lsmtext='''τῡφόω:''' μέλ. <i>τυφώσω</i>, ([[τῦφος]]), [[περιβάλλω]] με καπνό· μεταφ., στον Παθ. παρακ. <i>τετύφωμαι</i>, βρίσκομαι [[εκτός]] [[εαυτού]] εξαιτίας της αλαζονείας, είμαι [[παράφρονας]], έχω «βγει» έξω από τα λογικά μου, σε Πλάτ., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῡφόω:''' <b class="num">1)</b> досл. окутывать дымом, перен. наполнять чванством (τινα Plut.): χαίρων καὶ τετυφωμένος Plut. ликующий и гордый; τετυφωμένη [[ἀπόκρισις]] Plut. надменный ответ;<br /><b class="num">2)</b> помрачать, сводить с ума (ὁ [[οἶνος]] τετυφωμένους ποιεῖ Arst.): ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Dem. дурачиться и сумасбродствовать; οὐκ [[οὕτω]] τετύφωμαι Dem. я не настолько безумен. | |||
}} | }} |