τωθάζω: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τωθάζω:''' Δωρ. τωθάσδω, μέλ. <i>τωθάσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτώθασα</i>, υποτ. <i>τωθάσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], [[σκώπτω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., χλευάζομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εμπαίζω]], [[χλευάζω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τωθάζω:''' Δωρ. τωθάσδω, μέλ. <i>τωθάσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτώθασα</i>, υποτ. <i>τωθάσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[εμπαίζω]], [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], [[σκώπτω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., χλευάζομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εμπαίζω]], [[χλευάζω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τωθάζω:''' дор. τωθάσδω (fut. τωθάσομαι, aor. ἐτώθασα) насмехаться, осмеивать (τινά Her., Arph., Plat. etc.).
}}
}}