ταχύδακρυς: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύδακρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, αυτός που δακρύζει εύκολα, σε Λουκ.
|lsmtext='''τᾰχύδακρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, αυτός που δακρύζει εύκολα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχύδακρυς:''' 2, gen. υος (χῠ) плаксивый: τ. ἔς τι Luc. заливающийся слезами по поводу чего-л.
}}
}}