ταχύδακρυς

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠδακρυς Medium diacritics: ταχύδακρυς Low diacritics: ταχύδακρυς Capitals: ΤΑΧΥΔΑΚΡΥΣ
Transliteration A: tachýdakrys Transliteration B: tachydakrys Transliteration C: tachydakrys Beta Code: taxu/dakrus

English (LSJ)

υ, gen. υος, soon moved to tears, Luc.Nav. 2.

German (Pape)

[Seite 1076] ν, gen. υος, bald od. leicht weinend, Luc. Navig. 2.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
prompt à pleurer.
Étymologie: ταχύς, δάκρυ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύδακρυς: 2, gen. υος (χῠ) плаксивый: τ. ἔς τι Luc. заливающийся слезами по поводу чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύδακρυς: υ, γεν. -υος, ὁ ταχέως εἰς δάκρυα κινούμενος, εὐκόλως δακρύων, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 2.

Greek Monolingual

-υ, Α
αυτός που δακρύζει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -δάκρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύδακρυς].

Greek Monotonic

τᾰχύδακρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που δακρύζει εύκολα, σε Λουκ.

Middle Liddell

τᾰχύ-δακρυς, υ,
soon moved to tears, Luc.