σφαγή: Difference between revisions

434 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφᾰγή:''' ἡ ([[σφάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σφαγή]], [[σφαγιασμός]], [[σφάξιμο]], [[θυσία]], σε ενικ. και πληθ., σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· αἵματος [[σφαγή]], [[αίμα]] που αναβλύζει από [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· <i>καθάρμοσον σφαγάς</i>, κλείσε τη χαίνουσα [[πληγή]], το [[τραύμα]] που χάσκει ανεπούλωτο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[λαιμός]], [[μέρος]] όπου πρόκειται να πληγεί με το [[μαχαίρι]] το υποψήφιο [[θύμα]] (πρβλ. Λατ. [[jugulum]], jugulari), στον πληθ., στον ίδ., Θουκ.
|lsmtext='''σφᾰγή:''' ἡ ([[σφάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σφαγή]], [[σφαγιασμός]], [[σφάξιμο]], [[θυσία]], σε ενικ. και πληθ., σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· αἵματος [[σφαγή]], [[αίμα]] που αναβλύζει από [[τραύμα]], σε Αισχύλ.· <i>καθάρμοσον σφαγάς</i>, κλείσε τη χαίνουσα [[πληγή]], το [[τραύμα]] που χάσκει ανεπούλωτο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[λαιμός]], [[μέρος]] όπου πρόκειται να πληγεί με το [[μαχαίρι]] το υποψήφιο [[θύμα]] (πρβλ. Λατ. [[jugulum]], jugulari), στον πληθ., στον ίδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''σφᾰγή:''' ἡ<b class="num">1)</b> тж. pl. заклание, кровавое жертвоприношение Trag., Xen., Plat., Isocr., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> рана Trag.: αἵματος σ. Aesch. пролитая кровь;<br /><b class="num">3)</b> чаще pl. горло, глотка Aesch., Eur., Thuc., Arst.;<br /><b class="num">4)</b> мертвое тело, труп Eur.
}}
}}