ἐπίκλησις: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίκλησις:''' -εως, ἡ ([[ἐπικαλέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επώνυμο]] ή πρόσθετο όνομα· αιτ. χρησιμ. απόλ. ως επίρρ., κατ' [[επωνυμία]], <i>Ἀστυάναξ</i>, ὃν [[Τρῶες]] ἐπίκλησιν καλέουσι, Αστυάνακτα, όπως τον αποκαλούν ως [[παρωνύμιο]] (το κανονικό όνομά του ήταν [[Σκάμανδρος]]), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, όνομα, [[παρωνύμιο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[κακό]] όνομα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επίκληση]], [[έκκληση]], [[προσφυγή]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ἐπίκλησις:''' -εως, ἡ ([[ἐπικαλέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επώνυμο]] ή πρόσθετο όνομα· αιτ. χρησιμ. απόλ. ως επίρρ., κατ' [[επωνυμία]], <i>Ἀστυάναξ</i>, ὃν [[Τρῶες]] ἐπίκλησιν καλέουσι, Αστυάνακτα, όπως τον αποκαλούν ως [[παρωνύμιο]] (το κανονικό όνομά του ήταν [[Σκάμανδρος]]), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, όνομα, [[παρωνύμιο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[κακό]] όνομα, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[επίκληση]], [[έκκληση]], [[προσφυγή]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίκλησις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> прозвище, наименование, название (πολλὰς ἐπικλήσεις ἔχειν Plut.): ἐπίκλησιν Hom., Hes., Her. по прозвищу или (только) по имени, (лишь) на словах, номинально; ἡ τῆς ποιήσεως ἐ. Plat. (самое) название «производство»;<br /><b class="num">2)</b> (добрая или дурная) слава, репутация (αἰσχίστη Thuc.): ἐπίκλησιν ἔχειν Xen. иметь (ту или иную) славу;<br /><b class="num">3)</b> воззвание (о помощи), призыв (Ἀφροδίτης Luc.);<br /><b class="num">4)</b> юр. апелляция (δημάρχων προσδεχομένων τὴν ἐπίκλησιν Plut.).
}}
}}