νήπτης: Difference between revisions

3b
(27)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νήπτης]], ὁ (Α) [[νήφω]]<br />αυτός που απέχει από την [[οινοποσία]], [[νηφάλιος]].
|mltxt=[[νήπτης]], ὁ (Α) [[νήφω]]<br />αυτός που απέχει από την [[οινοποσία]], [[νηφάλιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νήπτης:''' ου adj. m воздержный, сдержанный ([[ἀγχίνους]] καὶ ν. Polyb.).
}}
}}