νήπτης

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήπτης Medium diacritics: νήπτης Low diacritics: νήπτης Capitals: ΝΗΠΤΗΣ
Transliteration A: nḗptēs Transliteration B: nēptēs Transliteration C: niptis Beta Code: nh/pths

English (LSJ)

νήπτου, ὁ, (νήφω) sober, discreet, Plb.10.3.1, D.S.30.3, 33.21a, Onos.1.1, Ptol.Tetr.160.

German (Pape)

[Seite 253] ὁ (νήφω), der Nüchterne, Pol. 10, 3, 1. 27, 10, 3.

Russian (Dvoretsky)

νήπτης: ου adj. m воздержный, сдержанный (ἀγχίνους καὶ ν. Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

νήπτης: -ου, ὁ, νηφάλιος, ἄνθρωπος μὲ διάκρισιν, σώφρων, Πολύβ. 10. 3, 1, Διοδ. Ἐκλογ. 578. 58.

Greek Monolingual

νήπτης, ὁ (Α) νήφω
αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος.