εὔρωστος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔρωστος:''' -ον ([[ῥώννυμι]]), [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], γερός, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''εὔρωστος:''' -ον ([[ῥώννυμι]]), [[υγιής]], [[ρωμαλέος]], γερός, [[δυνατός]], [[ισχυρός]], σε Ξεν.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔρωστος:''' сильный, крепкий (τὸ [[σῶμα]] Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).
}}
}}