εὔρωστος
English (LSJ)
εὔρωστον, (ῥώννυμι) stout, strong, ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ σῶμα X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. εὐρώστως X.Ages.2.24; εὐρώστως ἅμα τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.
German (Pape)
[Seite 1096] wohl bei Kräften, gesund u. stark, Hippocr.; Xen. Hell. 4, 3, 6; τὸ σῶμα 6, 1, 6; τῷ σώματι Isocr. – Adv., Xen. Ag. 2, 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fort, robuste, vigoureux;
Cp. εὐρωστότερος, Sp. εὐρωστότατος.
Étymologie: εὖ, ῥώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
εὔρωστος: сильный, крепкий (τὸ σῶμα Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔρωστος: -ον, (ῥώννυμι) ὑγιής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· εὔρωστος τὸ σῶμα αὐτόθι 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. εὐρώστως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔρωστος, -ον)
1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος («εὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ψυχικό σθένος («εὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ρωστος (< ρώννυμι «δυναμώνω»), πρβλ. άρρωστος, ταχύρρωστος].
Greek Monotonic
εὔρωστος: -ον (ῥώννυμι), υγιής, ρωμαλέος, γερός, δυνατός, ισχυρός, σε Ξεν.· επίρρ. εὐρώστως, στον ίδ.
Middle Liddell
εὔρωστος, ον ῥώννυμι
stout, strong, Xen. adv. εὐρώστως, Xen.
Mantoulidis Etymological
(=δυνατός). Ἀπό τό εὖ + ῥώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.