δράσσομαι: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δράσσομαι:''' Αττ. [[δράττομαι]], μέλ. [[δράξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδραξάμην</i>, παρακ. [[δέδραγμαι]] ή <i>δέδαργμαι</i>, βʹ πρόσ. ενικ. <i>δέδαρξαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]] με το [[χέρι]], [[πιάνω]] [[σφιχτά]]· με γεν. πράγμ., [[κόνιος]] [[δεδραγμένος]], πιάνοντας [[σφιχτά]] μια [[χούφτα]] από [[σκόνη]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐλπίδος [[δεδραγμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], <i>τί μου δέδαρξαι;</i> σε Ευρ.· <i>δραξάμενος φάρυγος</i>, πιάνοντάς (τους) από τον λαιμό, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[πιάνω]] με τη «[[χούφτα]]», [[παίρνω]] με τις «χούφτες», σε Ηρόδ.
|lsmtext='''δράσσομαι:''' Αττ. [[δράττομαι]], μέλ. [[δράξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδραξάμην</i>, παρακ. [[δέδραγμαι]] ή <i>δέδαργμαι</i>, βʹ πρόσ. ενικ. <i>δέδαρξαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]] με το [[χέρι]], [[πιάνω]] [[σφιχτά]]· με γεν. πράγμ., [[κόνιος]] [[δεδραγμένος]], πιάνοντας [[σφιχτά]] μια [[χούφτα]] από [[σκόνη]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐλπίδος [[δεδραγμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], <i>τί μου δέδαρξαι;</i> σε Ευρ.· <i>δραξάμενος φάρυγος</i>, πιάνοντάς (τους) από τον λαιμό, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[πιάνω]] με τη «[[χούφτα]]», [[παίρνω]] με τις «χούφτες», σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δράσσομαι:''' атт. [[δράττομαι]] (fut. [[δράξομαι]], aor. ἐδραξάμην, pf. [[δέδραγμαι]]) хватать, схватывать (τινος Hom., Arph., Plat. и τινος [[χερσί]] Eur.; τινος τῆς [[κόμης]] или τῶν [[τριχῶν]] Plut. и φάρυγος Theocr.; редко τι Her.): δράξασθαι ἀφορμῆς Plut. или καιροῦ Diod. воспользоваться случаем; τῆς ἐλπίδος [[δεδραγμένος]] Soph. окрыленный надеждой.
}}
}}