Anonymous

δράσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(T22)
(4)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=to [[grasp]] [[with]] the [[hand]], to [[take]]: τινα, Buttmann, 291 (250); Winer s Grammar, 352 (330)). (In Greek writings from [[Homer]] [[down]]; the Sept..)  
|txtha=to [[grasp]] [[with]] the [[hand]], to [[take]]: τινα, Buttmann, 291 (250); Winer s Grammar, 352 (330)). (In Greek writings from [[Homer]] [[down]]; the Sept..)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''δράσσομαι:''' Αττ. [[δράττομαι]], μέλ. [[δράξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐδραξάμην</i>, παρακ. [[δέδραγμαι]] ή <i>δέδαργμαι</i>, βʹ πρόσ. ενικ. <i>δέδαρξαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I. 1.</b> [[λαμβάνω]], [[συλλαμβάνω]] με το [[χέρι]], [[πιάνω]] [[σφιχτά]]· με γεν. πράγμ., [[κόνιος]] [[δεδραγμένος]], πιάνοντας [[σφιχτά]] μια [[χούφτα]] από [[σκόνη]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἐλπίδος [[δεδραγμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταλαμβάνω]], [[πιάνω]], [[συλλαμβάνω]], <i>τί μου δέδαρξαι;</i> σε Ευρ.· <i>δραξάμενος φάρυγος</i>, πιάνοντάς (τους) από τον λαιμό, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[πιάνω]] με τη «[[χούφτα]]», [[παίρνω]] με τις «χούφτες», σε Ηρόδ.
}}
}}