3,241,292
edits
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμολγός:''' ὁ, [[λέξη]] αμφίβ. σημασίας· Ο Όμηρ. [[πάντοτε]] έχει τη [[συνεκφορά]] <i>νυκτὸς ἀμολγῷ</i>, οι ώρες [[πριν]] το [[χάραμα]] της ημέρας ή οι ώρες [[μετά]] τη [[δύση]] του ηλίου, δηλ. γενικά η [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ. [η [[υπόθεση]] ότι το [[ἀμολγός]] σήμαινε την ώρα του αρμέγματος (από το [[ἀμέλγω]]), δεν ταιριάζει με τη [[σημασία]]. Λέγεται ότι το [[ἀμολγός]] ήταν αρχ. [[λέξη]] αντί [[ἀκμή]], ώστε το <i>νυκτός ἀμ</i>., σημαίνει το ακμαιότατο [[σημείο]] της νύχτας]. | |lsmtext='''ἀμολγός:''' ὁ, [[λέξη]] αμφίβ. σημασίας· Ο Όμηρ. [[πάντοτε]] έχει τη [[συνεκφορά]] <i>νυκτὸς ἀμολγῷ</i>, οι ώρες [[πριν]] το [[χάραμα]] της ημέρας ή οι ώρες [[μετά]] τη [[δύση]] του ηλίου, δηλ. γενικά η [[νύχτα]], σε Ομήρ. Ιλ. [η [[υπόθεση]] ότι το [[ἀμολγός]] σήμαινε την ώρα του αρμέγματος (από το [[ἀμέλγω]]), δεν ταιριάζει με τη [[σημασία]]. Λέγεται ότι το [[ἀμολγός]] ήταν αρχ. [[λέξη]] αντί [[ἀκμή]], ώστε το <i>νυκτός ἀμ</i>., σημαίνει το ακμαιότατο [[σημείο]] της νύχτας]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμολγός:''' (ᾰ) ὁ тьма, мрак (νυκτός Hom., Aesch., Eur.). | |||
}} | }} |