ἐπιρρέω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i> και Παθ. <i>-ρυήσομαι</i>· Παθ. αορ. βʹ επίσης με Ενεργ. [[σημασία]] [[ἐπερρύην]]·<br /><b class="num">1.</b> ρέω στην [[επιφάνεια]], [[επιπλέω]] στο πάνω [[μέρος]], όπως το [[λάδι]] πάνω στο [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισρέω]] [[επιπλέον]], χύνομαι [[εντός]], [[κυλώ]], ξεχύνομαι, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων, ξεχύνομαι ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, [[οὑπιρρέων]] [[χρόνος]], ο [[χρόνος]] που τρέχει, κυλά προς τα [[εμπρός]], δηλ. το [[μέλλον]], σε Αισχύλ.· <i>ὄλβου ἐπιρρυέντος</i>, εάν ο [[πλούτος]] εισρέει διαρκώς, αυξάνει, πολλαπλασιάζεται συνεχόμενα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐπιρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i> και Παθ. <i>-ρυήσομαι</i>· Παθ. αορ. βʹ επίσης με Ενεργ. [[σημασία]] [[ἐπερρύην]]·<br /><b class="num">1.</b> ρέω στην [[επιφάνεια]], [[επιπλέω]] στο πάνω [[μέρος]], όπως το [[λάδι]] πάνω στο [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισρέω]] [[επιπλέον]], χύνομαι [[εντός]], [[κυλώ]], ξεχύνομαι, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων, ξεχύνομαι ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, [[οὑπιρρέων]] [[χρόνος]], ο [[χρόνος]] που τρέχει, κυλά προς τα [[εμπρός]], δηλ. το [[μέλλον]], σε Αισχύλ.· <i>ὄλβου ἐπιρρυέντος</i>, εάν ο [[πλούτος]] εισρέει διαρκώς, αυξάνει, πολλαπλασιάζεται συνεχόμενα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιρρέω:''' (fut. ἐπιρρυήσομαι, aor. [[ἐπερρύην]], pf. [[ἐπερρύηκα]])<br /><b class="num">1)</b> (вверх, по чему-л., куда-л. или вслед за чем-л.) течь, протекать: [[καθύπερθεν]] ἐπιρρέει ἠΰτ᾽ [[ἔλαιον]] Hom. течет поверх подобно маслу;<br /><b class="num">2)</b> притекать (ὁ ἀπορρέον ἀεὶ καὶ ἐπιρρέον [[ὕδωρ]] Arst.; τροφὴ [[ἀρκούντως]] ἐπιρρεῖ Plut.): ὄλβου ἐπιρρυέντος Eur. с притоком богатства; [[οὑπιρρέων]] (= ὁ ἐπιρρέων) [[χρόνος]] Aesch. будущее время, грядущее;<br /><b class="num">3)</b> втекать, впадать: οὐδὲν γίγνεται, ἐπιρρεόντων τῶν ποταμῶν, [[πλείων]] Arph. (море) не увеличивается, хотя в него впадают реки;<br /><b class="num">4)</b> литься вниз ([[ἄνωθεν]] ἐπὶ τὰς ἀρούρας Plat.);<br /><b class="num">5)</b> идти толпами, прибывать массами (ἐπιρρεῖ τὸ [[ὄχλος]] Plat. или τὸ [[πλῆθος]] Plut.): ἐπιρρεόντων τῶν Ἑλλήνων Her. в то время как греки все прибывали;<br /><b class="num">6)</b> протекать, происходить: πολλὴ [[αὔξη]], [[ὅταν]] ἐπιρρέῃ πόνων χωρὶς πολλῶν … Plat. сильный рост (тела), если он не сопровождается усиленной работой ….
}}
}}