Anonymous

ἐπιρρέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιρρέω]]) [[ρέω]]<br /><b>1.</b> ρέω στην [[επιφάνεια]], χύνομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ [[ἔλαιον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιρρέομαι</i><br />ποτίζομαι, αρδεύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισρέω]], χύνομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.)<br /><b>2.</b> (για άνθρ.) [[ορμώ]], ξεχύνομαι («τά δ’ ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=(Α [[ἐπιρρέω]]) [[ρέω]]<br /><b>1.</b> ρέω στην [[επιφάνεια]], χύνομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ [[ἔλαιον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιρρέομαι</i><br />ποτίζομαι, αρδεύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισρέω]], χύνομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.)<br /><b>2.</b> (για άνθρ.) [[ορμώ]], ξεχύνομαι («τά δ’ ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i> και Παθ. <i>-ρυήσομαι</i>· Παθ. αορ. βʹ επίσης με Ενεργ. [[σημασία]] [[ἐπερρύην]]·<br /><b class="num">1.</b> ρέω στην [[επιφάνεια]], [[επιπλέω]] στο πάνω [[μέρος]], όπως το [[λάδι]] πάνω στο [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εισρέω]] [[επιπλέον]], χύνομαι [[εντός]], [[κυλώ]], ξεχύνομαι, σε Αριστοφ.· μεταφ., λέγεται για μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων, ξεχύνομαι ασταμάτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· επίσης, [[οὑπιρρέων]] [[χρόνος]], ο [[χρόνος]] που τρέχει, κυλά προς τα [[εμπρός]], δηλ. το [[μέλλον]], σε Αισχύλ.· <i>ὄλβου ἐπιρρυέντος</i>, εάν ο [[πλούτος]] εισρέει διαρκώς, αυξάνει, πολλαπλασιάζεται συνεχόμενα, σε Ευρ.
}}
}}