φιμόω: Difference between revisions

793 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῑμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[φιμώνω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] με [[φίμωτρο]], [[φιμόω]] τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[φιμώνω]], [[αποστομώνω]], [[επιβάλλω]] [[ησυχία]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., προστ. αορ. αʹ <i>φιμώθητι</i>, σώπασε, στο ίδ.
|lsmtext='''φῑμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[φιμώνω]], [[κλείνω]] το [[στόμα]] με [[φίμωτρο]], [[φιμόω]] τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[φιμώνω]], [[αποστομώνω]], [[επιβάλλω]] [[ησυχία]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., προστ. αορ. αʹ <i>φιμώθητι</i>, σώπασε, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῑμόω:''' <b class="num">1)</b> надевать намордник (φ. βοῦν NT);<br /><b class="num">2)</b> перен. зажимать рот, заставлять молчать, pass. умолкать (φιμώθητι καὶ ἔξελθε NT): οἱ ἐχθροὶ ἐπεφίμωντο Luc. враги принуждены были замолчать; πρὸς ἕκαστον τῶν [[οὕτως]] ἐπιχειρημένων πεφίμωνται Sext. ни против одного из этих доводов они ничего не могли возразить;<br /><b class="num">3)</b> надевать колодку: φ. τῷ ξύλῳ τὸν αὐχένα τινός Arph. надевать кому-л. колодку на шею.
}}
}}