πευστέον: Difference between revisions

3b
(6_20)
(3b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πευστέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πυνθάνομαι]], δεῖ πυνθάνεσθαι, Πλάτ. Σοφιστ. 244Β.
|lstext='''πευστέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πυνθάνομαι]], δεῖ πυνθάνεσθαι, Πλάτ. Σοφιστ. 244Β.
}}
{{elru
|elrutext='''πευστέον:''' adj. verb. к [[πυνθάνομαι]].
}}
}}