3,274,215
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατῶρυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[κατορύσσω]]),<br /><b class="num">I.</b> βυθισμένος ή χωμένος στη γη, <i>ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</i> (όπως αν προερχόταν από το [[κατωρυχής]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπόγειος]], αυτός που βρίσκεται μέσα σε σπηλιές, σε Αισχύλ.· ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης, δηλ. από τον τάφο, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ως ουσ., [[κατῶρυξ]], <i>ἡ</i>, [[λάκκος]], [[σκάμμα]], όρυγμα, [[σπήλαιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> θαμμένος [[θησαυρός]], σε Ευρ. | |lsmtext='''κατῶρυξ:''' -ῠχος, ὁ, ἡ ([[κατορύσσω]]),<br /><b class="num">I.</b> βυθισμένος ή χωμένος στη γη, <i>ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα</i> (όπως αν προερχόταν από το [[κατωρυχής]]), σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπόγειος]], αυτός που βρίσκεται μέσα σε σπηλιές, σε Αισχύλ.· ἐκ [[κατώρυχος]] στέγης, δηλ. από τον τάφο, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> ως ουσ., [[κατῶρυξ]], <i>ἡ</i>, [[λάκκος]], [[σκάμμα]], όρυγμα, [[σπήλαιο]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> θαμμένος [[θησαυρός]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατῶρυξ:''' ῠχος adj. (эп. dat. pl. κατωρυχέεσιν)<br /><b class="num">1)</b> врытый (в землю), вкопанный ([[λᾶας]], [[λίθος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> вырытый в земле, подземный ([[στέγη]] Soph.): κατώρυχες ἔναιον Aesch. (первобытные люди) жили в подземельях.<br />ῠχος ἡ<br /><b class="num">1)</b> подземелье, пещера ([[ζῆν]] ἐν κατώρυχι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> подземный тайник или зарытый в землю клад (χρυσοῦ παλαιαὶ κατώρυχες Eur.). | |||
}} | }} |