κατῶρυξ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω)
A dug out, quarried, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (as if from κατωρυχής) Od.6.267, cf. 9.185; λίθοι κ. Poll.7.123; τὴν κατώρυγα (sic) θεμελίωσιν foundation of quarried stone, Ph.Byz.Mir.6.2.
2 excavated, hewn out, ἐκ κατώρυχος στέγης, of a rock tomb, S.Ant.1100; οἰκήματα κ. D.C.56.11.
II underground, κατώρυχες δ' ἔναιον A.Pr.452.
2 beneath the horizon, (ἄστρα) Arat.510.
III Subst. κατῶρυξ, ἡ, cavern, S.Ant.774; χρυσοῦ κατώρυχες treasure caves, E.Hec.1002, cf. Max.Tyr.6.3.
2 rooting branch, Str.15.1.21.
German (Pape)
[Seite 1407] υχος, eingegraben, in die Erde eingesenkt; ῥυτοῖσιν λάεσσι κατωρυχέεσσιν ἀραρυῖα Od. 6, 267. 9, 185, wie von κατωρυχής, das sich sonst nicht findet; nach Eust. ὧν μέρος τι κατορώρυκται; nach Poll. 7, 123 οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι; – κατώρυχες ἔναιον, in Höhlen oder Gruben unter der Erde, Aesch. Prom. 450; ἐκ κατώρυχος στέγης Soph. Ant. 1087; κατώρυχα οἰκήματα D. C. 56, 11; κατώρυχα δινεύονται Arat. 510. – Als subst. ἡ κατῶρυξ, die Grube, Höhle; κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι Soph. Ant. 770; χρυσοῦ παλαιαὶ κατώρυχες Eur. Hec. 1002. – Auch der Senker, das Senkreis, Theophr., Strab. XV, 694.
French (Bailly abrégé)
υχος (ὁ, ἡ)
I. adj.
1 enfoui en terre;
2 situé sous terre : κατώρυχες ἔναιον ESCHL ils habitaient dans des cavités souterraines ; κατῶρυξ στέγη SOPH abri souterrain;
II. subst.
1 excavation ; souterrain, caverne;
2 chambre souterraine pour le dépôt d'un trésor.
Étymologie: κατορύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατῶρυξ, gen. -υχος [κατορύσσω] ep. dat. plur. -χέεσσι ingegraven:. ἀγορή... λαέσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα een vergaderplaats voorzien van ingegraven stenen Od. 6.267. uitgegraven, ondergronds:; κατώρυχες δ’ ἔναιον zij leefden onder de grond Aeschl. PV 452; κ. στέγη onderaardse woning Soph. Ant. 1100; subst. ἡ κατῶρυξ grot.
Russian (Dvoretsky)
κατῶρυξ: ῠχος adj. (эп. dat. pl. κατωρυχέεσιν)
1 врытый (в землю), вкопанный (λᾶας, λίθος Hom.);
2 вырытый в земле, подземный (στέγη Soph.): κατώρυχες ἔναιον Aesch. (первобытные люди) жили в подземельях.
ῠχος ἡ
1 подземелье, пещера (ζῆν ἐν κατώρυχι Soph.);
2 подземный тайник или зарытый в землю клад (χρυσοῦ παλαιαὶ κατώρυχες Eur.).
English (Autenrieth)
υχος (ὀρύσσω): dug in, buried or firmly set in the earth. (Od.)
Greek Monolingual
ο, η (Α κατῶρυξ, -ώρυχος και κατωρυχής, -ές)
νεοελλ.
το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής
αρχ.
1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, υπόγειος («ἐλθὼν κόρην μὲν ἐκ κατώρυχος στέγης ἄνες», Σοφ.)
3. αυτός που κατοικεί μέσα στο έδαφος («κατώρυχες δ' ἔναιον», Αισχύλ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ κατῶρυξ
α) σπήλαιο («κρύψω πετρώδει ζῶσαν ἐν κατώρυχι», Σοφ.)
β) κρυμμένος θησαυρός («χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες», Ευρ.)
γ) κλάδος φυτού που φυτεύεται στη γη για πολλαπλασιασμό, καταβολάδα.
Greek Monotonic
κατῶρυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ (κατορύσσω),
I. βυθισμένος ή χωμένος στη γη, ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (όπως αν προερχόταν από το κατωρυχής), σε Ομήρ. Οδ.
II. υπόγειος, αυτός που βρίσκεται μέσα σε σπηλιές, σε Αισχύλ.· ἐκ κατώρυχος στέγης, δηλ. από τον τάφο, σε Σοφ.
III. 1. ως ουσ., κατῶρυξ, ἡ, λάκκος, σκάμμα, όρυγμα, σπήλαιο, στον ίδ.
2. θαμμένος θησαυρός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κατῶρυξ: -ῠχος, ὁ, ἡ, (κατορύσσω), κατορωρυγμένος, κατακεχωσμένος, «παραχωμένος», χωσμένος εἰς τὴν γῆν, ἀγορὴ… λάεσσι κατωρυχέεσσ’ ἀραρυῖα (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κατωρυχής), Εὐστ. «οἱ κατορωρυγμένοι, ὅ ἐστιν οἱ εὖ τεθεμελιωμένοι ἢ ὧν τὸ μὲν κατορώρυκται, τὸ δὲ ὑπερφαίνεται», Ὀδ. Ζ. 267, πρβλ. Ι. 185· «λίθοι κατώρυχες· οἱ τοῖς θεμελίοις ἐντιθέμενοι, οἳ καὶ θεμέλιοι λίθοι λέγονται» Πολυδ. Ζ΄, 123· τὴν κατώρυγα (ἐσφαλμ. τύπος) θεμελίωσιν Φίλων Βυζ. π. Θαυμ. Βί. ἐν τέλ.· ἴδε Λοβ. Παθ. 286. ΙΙ. ὑπὸ γῆς, ὑπόγειος, κατώρυχες δ’ ἔναιον, δηλ. ἐν ὀπαῖς καὶ σπηλαίοις, Αἰσχύλ. Πρ. 452· ἐκ κατώρυχος στέγης Σοφ. Ἀντ. 1100·- ὡσαύτως ὡς οὐδέτ., οἰκήματα κατώρυχα Δίων Κ. 56. 11· ἄστρα κ. δινεύονται Ἄρατ. 510. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. κατῶρυξ, ἡ, ὄρυγμα, λάκκος, Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ. 1100, ἐκ κατώρυχος στέγης. 2) τεθαμμένος θησαυρός, χρυσοῦ κατώρυχες Εὐρ. Ἑκ. 1002. 3) ῥίζα πρὸς τὰ κάτω χωροῦσα, καταβολάς, παραφυάς, κατώρυχες καθιέμεναι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11, Στράβ. 694.
Middle Liddell
κατῶρυξ, υχος, κατορύσσω
I. sunk or imbedded in the earth, ἀγορὴ λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (as if from κατωρυχήσ), Od.
II. underground, in caves, Aesch.; ἐκ κατώρυχος στέγης, i. e. from the grave, Soph.
III. as substantive, κατῶρυξ, a pit, cavern, Soph.
2. a buried treasure, Eur.