3,274,313
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ί:''' [ῑ], [[γιώτα]] δεικτικό, στην [[κοινή]] Αττ. (όχι στους Τραγ.) προστίθεται στο [[τέλος]] δεικτ. αντων., προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] τους, όπως στα [[οὑτοσί]], <i>αὑτηΐ</i>, [[τουτί]], Λατ. hicce· [[ἐκεινοσί]], [[ὁδί]], [[ταδί]], <i>τοσουτονί</i>, <i>τοσονδί</i>, <i>τυννουτοσί</i>, κ.λπ.· επίσης σε δεικτ. επιρρ., όπως [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[ἐνθαδί]], [[δευρί]], [[νυνί]]. | |lsmtext='''ί:''' [ῑ], [[γιώτα]] δεικτικό, στην [[κοινή]] Αττ. (όχι στους Τραγ.) προστίθεται στο [[τέλος]] δεικτ. αντων., προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] τους, όπως στα [[οὑτοσί]], <i>αὑτηΐ</i>, [[τουτί]], Λατ. hicce· [[ἐκεινοσί]], [[ὁδί]], [[ταδί]], <i>τοσουτονί</i>, <i>τοσονδί</i>, <i>τυννουτοσί</i>, κ.λπ.· επίσης σε δεικτ. επιρρ., όπως [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[ἐνθαδί]], [[δευρί]], [[νυνί]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ί:''' (ῑ) грам. [[ἰῶτα]] ἐπιδεικτικόν йота указательная (всегда под ударением, приставляемая иногда в разговорно-атт. диалекте в конце указательных местоимений и наречий для усиления, напр.: [[οὑτοσί]], [[τουτί]], [[ὁδί]], τοσουτονί; [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[νυνί]], [[ἐνθαδί]]). | |||
}} | }} |