ί: Difference between revisions

501 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ί:''' [ῑ], [[γιώτα]] δεικτικό, στην [[κοινή]] Αττ. (όχι στους Τραγ.) προστίθεται στο [[τέλος]] δεικτ. αντων., προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] τους, όπως στα [[οὑτοσί]], <i>αὑτηΐ</i>, [[τουτί]], Λατ. hicce· [[ἐκεινοσί]], [[ὁδί]], [[ταδί]], <i>τοσουτονί</i>, <i>τοσονδί</i>, <i>τυννουτοσί</i>, κ.λπ.· επίσης σε δεικτ. επιρρ., όπως [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[ἐνθαδί]], [[δευρί]], [[νυνί]].
|lsmtext='''ί:''' [ῑ], [[γιώτα]] δεικτικό, στην [[κοινή]] Αττ. (όχι στους Τραγ.) προστίθεται στο [[τέλος]] δεικτ. αντων., προκειμένου να επιτείνει τη [[σημασία]] τους, όπως στα [[οὑτοσί]], <i>αὑτηΐ</i>, [[τουτί]], Λατ. hicce· [[ἐκεινοσί]], [[ὁδί]], [[ταδί]], <i>τοσουτονί</i>, <i>τοσονδί</i>, <i>τυννουτοσί</i>, κ.λπ.· επίσης σε δεικτ. επιρρ., όπως [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[ἐνθαδί]], [[δευρί]], [[νυνί]].
}}
{{elru
|elrutext='''ί:''' (ῑ) грам. [[ἰῶτα]] ἐπιδεικτικόν йота указательная (всегда под ударением, приставляемая иногда в разговорно-атт. диалекте в конце указательных местоимений и наречий для усиления, напр.: [[οὑτοσί]], [[τουτί]], [[ὁδί]], τοσουτονί; [[οὑτωσί]], [[ὡδί]], [[νυνί]], [[ἐνθαδί]]).
}}
}}