ί
English (LSJ)
ἰῶτα δεικτικόν, ἰῶτα δεικτικόν, ἰῶτα ἐπιδεικτικόν, deictic iota, epideictic iota, iota demonstrativum, in familiar Att. (not in Trag.), is attached to demonstr. Prons., to strengthen their force, and as it were point out the individual, as οὑτοσί, αὑτηΐ, τουτί, ἐκεινοσί, ὁδί, ταδί, τοσουτονί, τοσονδί, τυννουτοσί, etc.; also with the Particles γε δέ μέν inserted, as τουτογί, τουτοδί, ταυτηνδί, τῃδεδί, τουτουμενί, for τουτί γε, ταυτηνὶ δέ, etc.: also to demonstr. Advs., as οὑτωσί, ὡδί, ἐνθαδί, δευρί, νυνί, and νυνδί for νυνὶ δέ.—Of these forms, such as end in σί are sometimes written in codd. with ν ἐφελκυστικόν before a vowel, as οὑτοσίν, ἐκεινοσίν, οὑτωσίν, etc.: such forms are recognized by A.D.Pron.59.24, 82.11, but are not found in best codd., e.g. of Pl. and D. [ῑ with the acute accent; along vowel or diphthong before it is shortened, as αὑτηί, οὑτοῐί.]
Russian (Dvoretsky)
ί: (ῑ) грам. ἰῶτα ἐπιδεικτικόν йота указательная (всегда под ударением, приставляемая иногда в разговорно-атт. диалекте в конце указательных местоимений и наречий для усиления, напр.: οὑτοσί, τουτί, ὁδί, τοσουτονί; οὑτωσί, ὡδί, νυνί, ἐνθαδί).
Greek (Liddell-Scott)
ί: ἰῶτα, δεικτικόν, ἐν τῇ συνήθει Ἀττ. διαλέκτῳ (οὐχὶ παρὰ Τραγ.) προστίθεται εἰς τὸ τέλος τῶν δεικτ. ἀντων. ὅπως ἐπιτείνῃ τὴν δύναμιν αὐτῶν καὶ οὕτως εἰπεῖν δείξῃ διὰ τοῦ δακτύλου τὸ περὶ οὗ πρόκειται πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, ὡς, οὑτοσί, αὑτηΐ, τουτί, Λατ. hicce· ἐκεινοσί, ὁδί, ταδί, τοσουτονί, τοσονδί, τυννουτοσί, κτλ.· ὡσαύτως τῶν μορίων γέ, δέ, μὲν παρετιθεμένων, ὡς, τουτογί, τουτοδί, ταυτηνδί, τουτουμενί, ἀντὶ τουτί γε, ταυτηνὶ δέ, κτλ., ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1357· ὡσαύτως εἰς δεικτ. Ἐπίρρ., ὡς οὑτωσί, ὡδί, ἐνθαδί, δευρί, νυνὶ καὶ νυνδὶ ἀντὶ νυνὶ δέ - Ἐκ τῶν τύπων τούτων οἱ λήγοντες εἰς σὶ φέρονται ἐνίοτε ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις μετὰ ν ἐφελκυστικοῦ πρὸ φωνήεντος, οἷον οὑτοσίν, ἐκεινοσίν, οὑτωσίν, κτλ., ἀλλ’ ἡμαρτημένως· διότι τὸ ν ἐφελκυστικὸν οὐδέποτε ἄλλως ἀκολουθεῖ ῑ, ἀλλ’ οὔτε προσάπτουσιν αὐτὸ οἱ ποιηταὶ εἰς τὸ σι χάριν τοῦ μέτρου (ὡς ἠδύνατό τις νὰ περιμένῃ). ῑ ἀείποτε μετὰ τοῦ τόνου, ἐνῷ τὸ πρὸ αὐτοῦ φωνῆεν ἢ ἡ δίφθογγος βραχύνεται, ὡς αὑτηί, οὑτοῐί.
Greek Monolingual
(I)
ἴ (Α)
(πριν από φωνήεν) ή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κυπριακός τ. του διαζευτικού ή].
(II)
ἳ (Α)
ονομαστική της αντωνυμίας του τρίτου προσ. οὗ («ἡ μὲν ὡς ἳ θάσσον', ἡ δ' ὡς ἵ τέκοι παῖδα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αυτοπαθής αντωνυμία γ' προσ. θηλ. που συνδέεται με γοτθ. si, αρχ. ιρλ. si, αρχ. ινδ. (αιτιατική) si-m και ΙΕ si].
Greek Monolingual
-ί (Α)
στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση της έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni-, πιθ. λατ. uti). Απαντά συχνά στην αττ. διάλεκτο μόνο του (πρβλ. οδ-ί, ουτοσ-ί, νυν-ί) ή και με παρεμβολή άλλου μορίου (τουτο-δί < τούτο δέ + -ι, νυνμενί < νύν μεν + -ι). Απαντά επίσης σε άλλες διαλέκτους (πρβλ. ηλειακό το-ΐ, βοιωτ. ταν-ί, αρκαδ. των-ί), στη δε θεσσαλική διάλεκτο τ. που εμφανίζουν μόρφημα -νε (πρβλ. τά-νε) επιτείνονται με το -ι].
Greek Monotonic
ί: [ῑ], γιώτα δεικτικό, στην κοινή Αττ. (όχι στους Τραγ.) προστίθεται στο τέλος δεικτ. αντων., προκειμένου να επιτείνει τη σημασία τους, όπως στα οὑτοσί, αὑτηΐ, τουτί, Λατ. hicce· ἐκεινοσί, ὁδί, ταδί, τοσουτονί, τοσονδί, τυννουτοσί, κ.λπ.· επίσης σε δεικτ. επιρρ., όπως οὑτωσί, ὡδί, ἐνθαδί, δευρί, νυνί.