αἰνόλινος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνόλῐνος:''' -ον ([[λίνον]]), [[άτυχος]], [[δυστυχής]] στης ζωής το [[νήμα]], λέγεται σε [[σχέση]] με τις Μοίρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰνόλῐνος:''' -ον ([[λίνον]]), [[άτυχος]], [[δυστυχής]] στης ζωής το [[νήμα]], λέγεται σε [[σχέση]] με τις Μοίρες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνόλῐνος:''' чья нить (жизни) была несчастливо соткана, т. е. несчастный, злополучный Anth.
}}
}}