περιστέλλω: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έστειλα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενδύω]], [[περιβάλλω]], [[περιτυλίγω]], σε Πίνδ., Πλούτ.· [[ἔπηξα]] δ' αὐτὸν εὖ [[περιστείλας]], έμπηξα το [[ξίφος]], [[αφού]] το είχα περιβάλλει [[καλά]] με [[χώμα]], δηλ. το έμπηξα [[σταθερά]] στο [[έδαφος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενδύω]] ή [[περικαλύπτω]] το νεκρό, Λατ. componere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· [[απλώς]], [[θάβω]], [[ενταφιάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[περικαλύπτω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], τ' ἄδικ' εὖ [[περιστέλλω]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>τὰ σὰ περιστέλλου [[κακά]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]], [[προστατεύω]], υπερασπίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· [[περιστέλλω]] τοὺς νόμους, [[διαφυλάττω]] τους νόμους, σε Ηρόδ.· <i>τὰ πάτρια</i>, σε Δημ.· [[περιστέλλω]] ἀοιδάν, [[περιποιούμαι]], [[καλλιεργώ]] επιμελώς, σε Πίνδ.
|lsmtext='''περιστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έστειλα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενδύω]], [[περιβάλλω]], [[περιτυλίγω]], σε Πίνδ., Πλούτ.· [[ἔπηξα]] δ' αὐτὸν εὖ [[περιστείλας]], έμπηξα το [[ξίφος]], [[αφού]] το είχα περιβάλλει [[καλά]] με [[χώμα]], δηλ. το έμπηξα [[σταθερά]] στο [[έδαφος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενδύω]] ή [[περικαλύπτω]] το νεκρό, Λατ. componere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· [[απλώς]], [[θάβω]], [[ενταφιάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[περικαλύπτω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], τ' ἄδικ' εὖ [[περιστέλλω]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>τὰ σὰ περιστέλλου [[κακά]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]], [[προστατεύω]], υπερασπίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· [[περιστέλλω]] τοὺς νόμους, [[διαφυλάττω]] τους νόμους, σε Ηρόδ.· <i>τὰ πάτρια</i>, σε Δημ.· [[περιστέλλω]] ἀοιδάν, [[περιποιούμαι]], [[καλλιεργώ]] επιμελώς, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιστέλλω:''' <b class="num">1)</b> закрывать, покрывать, одевать (θνατὰ [[μέλη]] Pind.; τοὺς πόδας Arst.): π. ἑαυτόν τινι Plut. одеться во что-л.;<br /><b class="num">2)</b> обряжать к погребению, убирать (sc. τὸν τεθνεῶτα Her.);<br /><b class="num">3)</b> погребать, хоронить (τὸ [[δέμας]] τινός Soph.; τοὺς γονέας τελευτήσαντας Plat.);<br /><b class="num">4)</b> готовить (sc. σφαγέα Soph.); устраивать (τάφον Soph.);<br /><b class="num">5)</b> охранять, защищать, беречь (τοὺς νόμους Her.; τὰ [[πάτρια]] Dem.);<br /><b class="num">6)</b> заботиться, печься, окружать заботой (ἀοιδάν Pind.; ἔργα Theocr.): π. ἀλλήλους Her. помогать друг другу;<br /><b class="num">7)</b> укрывать, скрывать (γλώσσῃ τἄδικα Eur.; τὰ ἁμαρτήματα Polyb.).
}}
}}