3,277,060
edits
(32) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταστέλλω]], [[συγκρατώ]], [[χαλιναγωγώ]] («[[πρέπει]] να περισταλεί το [[ρεύμα]] του εκφυλισμού»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[περιορίζω]], [[ελαττώνω]] την [[έκταση]], την [[ένταση]] ή την [[ποσότητα]] («η [[κυβέρνηση]] περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επενδύω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> [[ντύνω]], [[στολίζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με νεκρό) α) [[αποδίδω]] τις καθιερωμένες τιμές<br />β) [[στολίζω]]<br />γ) [[περιτυλίγω]] με [[σάβανο]]<br />δ) [[κηδεύω]], [[θάβω]]<br /><b>4.</b> [[αποκρύπτω]]<br /><b>5.</b> <b>(ρητ.)</b> (σχετικά με λόγο) [[συμπυκνώνω]], [[συμπτύσσω]], [[κάνω]] περιληπτικό<br /><b>6.</b> [[κατατέμνω]], [[κατακόπτω]], [[αποκόπτω]]<br /><b>7.</b> (για [[ξίφος]]) [[μπήγω]], [[στερεώνω]] καλά<br /><b>8.</b> (σχετικά με τους νόμους και την [[πατρίδα]]) [[σέβομαι]], [[τηρώ]]<br /><b>9.</b> [[διακοσμώ]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συγκαλύπτω]], [[σκεπάζω]] [[ολόγυρα]]<br />β) [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], [[διαφυλάσσω]]<br />γ) [[φροντίζω]] [[κάτι]] με [[στοργή]], [[περιποιούμαι]]<br /><b>11.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «περιστέλλει<br />κοσμεῑ, σκέπει, φυλάττει, περιβάλλει»<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιστέλλομαι</i><br />α) [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]] τον εαυτό μου, τον [[περιβάλλω]]<br />β) [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] τον εαυτό μου<br />γ) αποσύρομαι, [[αποχωρώ]] από την [[κοινωνία]]<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> α) <b>ιατρ.</b> συστέλλομαι, συσπώμαι, περισφίγγομαι<br />β) απαλλάσσομαι από [[κάτι]] ή από κάποιον<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐμαυτὸν περιστέλλων» — παίρνοντας σοβαρό ύφος. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταστέλλω]], [[συγκρατώ]], [[χαλιναγωγώ]] («[[πρέπει]] να περισταλεί το [[ρεύμα]] του εκφυλισμού»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[περιορίζω]], [[ελαττώνω]] την [[έκταση]], την [[ένταση]] ή την [[ποσότητα]] («η [[κυβέρνηση]] περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επενδύω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]]<br /><b>2.</b> [[ντύνω]], [[στολίζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με νεκρό) α) [[αποδίδω]] τις καθιερωμένες τιμές<br />β) [[στολίζω]]<br />γ) [[περιτυλίγω]] με [[σάβανο]]<br />δ) [[κηδεύω]], [[θάβω]]<br /><b>4.</b> [[αποκρύπτω]]<br /><b>5.</b> <b>(ρητ.)</b> (σχετικά με λόγο) [[συμπυκνώνω]], [[συμπτύσσω]], [[κάνω]] περιληπτικό<br /><b>6.</b> [[κατατέμνω]], [[κατακόπτω]], [[αποκόπτω]]<br /><b>7.</b> (για [[ξίφος]]) [[μπήγω]], [[στερεώνω]] καλά<br /><b>8.</b> (σχετικά με τους νόμους και την [[πατρίδα]]) [[σέβομαι]], [[τηρώ]]<br /><b>9.</b> [[διακοσμώ]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συγκαλύπτω]], [[σκεπάζω]] [[ολόγυρα]]<br />β) [[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]], [[διαφυλάσσω]]<br />γ) [[φροντίζω]] [[κάτι]] με [[στοργή]], [[περιποιούμαι]]<br /><b>11.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «περιστέλλει<br />κοσμεῑ, σκέπει, φυλάττει, περιβάλλει»<br /><b>12.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιστέλλομαι</i><br />α) [[καλύπτω]] [[ολόγυρα]] τον εαυτό μου, τον [[περιβάλλω]]<br />β) [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]] τον εαυτό μου<br />γ) αποσύρομαι, [[αποχωρώ]] από την [[κοινωνία]]<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> α) <b>ιατρ.</b> συστέλλομαι, συσπώμαι, περισφίγγομαι<br />β) απαλλάσσομαι από [[κάτι]] ή από κάποιον<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐμαυτὸν περιστέλλων» — παίρνοντας σοβαρό ύφος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιστέλλω:''' μέλ. <i>-στελῶ</i>, αόρ. αʹ <i>-έστειλα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενδύω]], [[περιβάλλω]], [[περιτυλίγω]], σε Πίνδ., Πλούτ.· [[ἔπηξα]] δ' αὐτὸν εὖ [[περιστείλας]], έμπηξα το [[ξίφος]], [[αφού]] το είχα περιβάλλει [[καλά]] με [[χώμα]], δηλ. το έμπηξα [[σταθερά]] στο [[έδαφος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ενδύω]] ή [[περικαλύπτω]] το νεκρό, Λατ. componere, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· [[απλώς]], [[θάβω]], [[ενταφιάζω]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[περικαλύπτω]], [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]], τ' ἄδικ' εὖ [[περιστέλλω]], σε Ευρ. — Μέσ., <i>τὰ σὰ περιστέλλου [[κακά]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]], [[προστατεύω]], υπερασπίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· [[περιστέλλω]] τοὺς νόμους, [[διαφυλάττω]] τους νόμους, σε Ηρόδ.· <i>τὰ πάτρια</i>, σε Δημ.· [[περιστέλλω]] ἀοιδάν, [[περιποιούμαι]], [[καλλιεργώ]] επιμελώς, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |