ῥαδινός: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾰδῐνός:''' -ή, -όν, Αιολ. βρᾰδῐνός, -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[λεπτός]], [[λυγερός]], [[λεπτός]] στην [[άκρη]], [[μυτερός]], σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα [[μέλη]] νεανικού σώματος, [[λυγερός]], [[λεπτοφυής]], [[λεπτοκαμωμένος]], [[ντελικάτος]], [[απαλός]], φερός, σε Ησίοδ., Θέογν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[λεπτός]], [[απαλός]] ή [[ευκίνητος]], [[ὄσσε]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ῥᾰδῐνός:''' -ή, -όν, Αιολ. βρᾰδῐνός, -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[λεπτός]], [[λυγερός]], [[λεπτός]] στην [[άκρη]], [[μυτερός]], σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα [[μέλη]] νεανικού σώματος, [[λυγερός]], [[λεπτοφυής]], [[λεπτοκαμωμένος]], [[ντελικάτος]], [[απαλός]], φερός, σε Ησίοδ., Θέογν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[λεπτός]], [[απαλός]] ή [[ευκίνητος]], [[ὄσσε]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾰδῐνός:''' эол. βρᾰδῐνός 3<br /><b class="num">1)</b> тонкий, гибкий ([[ἱμάσθλη]] Hom.; [[ὄρπαξ]] [[Sappho]]);<br /><b class="num">2)</b> стройный, изящный (πόδες Hes.; [[κυπάρισσος]] Theocr.; σώματα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> нежный, томный, грустный ([[ὄσσε]] Aesch. - v. l. [[ῥέος]]).
}}
}}