3,276,318
edits
(35) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥαδινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και [[ῥοδανός]] και [[ῥαδαλός]] και [[ραδανός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[βραδινός]], -ίνα, -ον, Α<br />(για [[μέλη]] του σώματος και για πρόσ.)<br /><b>1.</b> [[λεπτοκαμωμένος]], [[βεργολυγερός]] (α. «ραϊδινή [[παρθένα]] τους προσμένει», Γρυπ.<br />β. «στεφανώματα δ' [[εἴσω]] εὐειδὴς ῥαδιναῑς χερσὶ [[Λάκαινα]] [[κόρη]]», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτός]] και [[επιμήκης]] («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κίονα) [[ευμεγέθης]]<br /><b>3.</b> [[απαλός]], [[τρυφερός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ινός</i> / <i>βράδ</i>-<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκ</i>-<i>ινός</i>) εμφανίζει τους παράλληλους τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>) και <i>ῥαδ</i>-<i>αλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροφ</i>-<i>αλός</i>) και [[επίσης]] με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- τον τ. [[ῥοδανός]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥοδάνη]], [[ῥοδανίζω]]). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «<i>ῥαδές τὸ [[ἀμφοτέρως]] ἐγκεκλιμένον</i> (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό <i>περι</i>-<i>ρρηδής</i> «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. <i>ῥῆδος</i>. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>α</i>/<i>ο</i>/<i>η</i>. Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] τών τ. τόσο με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- «[[στρίβω]], [[λυγίζω]]» όσο και με τη λ. [[ῥάδαμνος]] «[[βλαστός]]»]. | |mltxt=-ή, -ό / [[ῥαδινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και ραϊδινός, -ή, -ό, Ν, και [[ῥοδανός]] και [[ῥαδαλός]] και [[ραδανός]], -ή, -όν και αιολ. τ. [[βραδινός]], -ίνα, -ον, Α<br />(για [[μέλη]] του σώματος και για πρόσ.)<br /><b>1.</b> [[λεπτοκαμωμένος]], [[βεργολυγερός]] (α. «ραϊδινή [[παρθένα]] τους προσμένει», Γρυπ.<br />β. «στεφανώματα δ' [[εἴσω]] εὐειδὴς ῥαδιναῑς χερσὶ [[Λάκαινα]] [[κόρη]]», <b>Θεόγν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ευλύγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτός]] και [[επιμήκης]] («ἱμάσθλην χερσὶν ἔχων ῥαδινήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κίονα) [[ευμεγέθης]]<br /><b>3.</b> [[απαλός]], [[τρυφερός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[ευκίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ινός</i> / <i>βράδ</i>-<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυκ</i>-<i>ινός</i>) εμφανίζει τους παράλληλους τ. <i>ῥαδ</i>-<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πιθ</i>-<i>ανός</i>) και <i>ῥαδ</i>-<i>αλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροφ</i>-<i>αλός</i>) και [[επίσης]] με φωνηεντισμό -<i>ο</i>- τον τ. [[ῥοδανός]] (<b>πρβλ.</b> [[ῥοδάνη]], [[ῥοδανίζω]]). Με τους προηγούμενους τ. συνδέονται πιθ. και οι τ: «<i>ῥαδές τὸ [[ἀμφοτέρως]] ἐγκεκλιμένον</i> (αμφίβολης μορφής και σημ.) και το ομηρικό <i>περι</i>-<i>ρρηδής</i> «αυτός που γλιστράει, που πέφτει» το οποίο θα προϋπέθετε αμάρτυρο ουδ. <i>ῥῆδος</i>. Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι οι τ. παρουσιάζουν δυσερμήνευτη [[εναλλαγή]] φωνηεντισμού <i>α</i>/<i>ο</i>/<i>η</i>. Αμφίβολη, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] τών τ. τόσο με την ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- «[[στρίβω]], [[λυγίζω]]» όσο και με τη λ. [[ῥάδαμνος]] «[[βλαστός]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥᾰδῐνός:''' -ή, -όν, Αιολ. βρᾰδῐνός, -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> [[λεπτός]], [[λυγερός]], [[λεπτός]] στην [[άκρη]], [[μυτερός]], σε Ομήρ. Ιλ., Θέογν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τα [[μέλη]] νεανικού σώματος, [[λυγερός]], [[λεπτοφυής]], [[λεπτοκαμωμένος]], [[ντελικάτος]], [[απαλός]], φερός, σε Ησίοδ., Θέογν.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[λεπτός]], [[απαλός]] ή [[ευκίνητος]], [[ὄσσε]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |