αὐαλέος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐᾰλέος:''' -α, -ον ([[αὖος]]), [[ξηρός]], μαραμένος, σε Ησίοδ.· λέγεται για τα μάτια, στεγνά, άυπνα, σε Ανθ.
|lsmtext='''αὐᾰλέος:''' -α, -ον ([[αὖος]]), [[ξηρός]], μαραμένος, σε Ησίοδ.· λέγεται για τα μάτια, στεγνά, άυπνα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐᾰλέος:''' <b class="num">1)</b> высохший, опаленный (χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.; κίκινοι Theocr.; [[κόμη]] δένδρων Anth.);<br /><b class="num">2)</b> досл. сухой, перен. бессонный (ὄμματα Anth.).
}}
}}