καρφίτης: Difference between revisions

2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρφίτης:''' -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ.
|lsmtext='''καρφίτης:''' -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρφίτης:''' ου (ῑ) adj. m приготовленный из соломы ([[θάλαμος]] Anth.).
}}
}}