3,274,917
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρφίτης:''' -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ. | |lsmtext='''καρφίτης:''' -ου, ὁ, ο χτισμένος από ξερά καλάμια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρφίτης:''' ου (ῑ) adj. m приготовленный из соломы ([[θάλαμος]] Anth.). | |||
}} | }} |