χράω: Difference between revisions

2,681 bytes added ,  31 December 2018
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χράω:''' (Α) ή [[χραύω]], μέλ. <i>χραύσω</i>· ξύνω, [[γδέρνω]], [[πληγώνω]] [[ελαφρώς]], <i>ὅν ῥά τε ποιμὴν χραύσῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[ἐγχραύω]], [[ἐπιχράω]].<br /><b class="num">• [[χράω]]:</b> (Β) μόνο σε παρατ.·<br /><b class="num">I.</b> με δοτ. προσ., [[επιπίπτω]], επιτίθεμαι, [[ορμώ]] με [[δριμύτητα]], στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε [[δαίμων]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με απαρ., είμαι αποφασισμένος να κάνω [[κάτι]], [[λαχταρώ]] να κάνω [[κάτι]], [[τίπτε]] ἐμὸν [[ῥόον]] ἔχραε κήδειν; [[γιατί]] ήταν τόσο [[πρόθυμος]] να βλάψει...;, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μνηστῆρες</i>, <i>οἳ ἐχράατε ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν</i>, οι μνηστήρες που ήταν τόσο πρόθυμοι να φάνε και να πιούνε, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σε αυτό το [[ρήμα]] πρέπει να αναφερθούν και οι τύποι [[χρῇς]], [[χρῇ]] (σχηματισμένοι όπως τα [[λῇς]], <i>λῇ</i> από [[λάω]], <i>διψῇς</i>, <i>διψῇ</i>, <i>πεινῇς</i>, [[πεινῇ]] από [[διψάω]], [[πεινάω]] αντίστοιχα) = [[χρῄζω]], [[επιθυμώ]], [[εἴτε]] [[χρῇ]] [[θανεῖν]], [[είτε]] επιθυμεί να πεθάνει, σε Σοφ.· δρᾶν ἃ [[χρῇς]], στον ίδ.· [[εἴτε]] [[χρῇς]] (ενν. <i>κηρύσσειν με</i>), στον ίδ.· <i>οὐ χρῇσθα</i> (ενν. <i>φωνεῖν</i>), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">• [[χράω]]:</b> (Γ),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] ό,τι είναι αναγκαίο· Αττ. [[χράω]], [[χρῇς]], [[χρῇ]], Ιων. <i>χρᾷς</i>, [[χρᾷ]], Ιων. μτχ. <i>χρέων</i>, [[χρέουσα]], <i>χρέον</i>, Επικ. [[χρείων]]· παρατ. <i>ἔχραον</i>, γʹ ενικ. <i>ἔχρη</i>, μέλ. <i>χρήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔχρησα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐχρήσθην</i>, παρακ. <i>κέχρησμαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐκέχρηστο</i> — Μέσ., Ιων. [[χρέομαι]], απαρ. [[χρέεσθαι]], μτχ. [[χρεόμενος]] ή [[χρεώμενος]], παρατ. γʹ πληθ. [[ἐχρέοντο]] ή <i>-έωντο</i>, μέλ. <i>χρήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για θεούς και χρησμούς, [[παρέχω]] χρησμό, [[χρησμοδοτώ]], [[ανακοινώνω]], [[κηρύσσω]], [[φανερώνω]], χρήσω βουλὴν [[Διός]], σε Ομηρ. Ύμν.· ἡ Πυθίη οἱ [[χρᾷ]] [[τάδε]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., [[προειδοποιώ]] ή [[προστάζω]] με χρησμό, χρήσαντ' ἐμοὶ ἐκτὸς αἰτίας [[εἶναι]], αυτό που πρέπει να είμαι, σε Αισχύλ.· <i>τοῦ θεοῦ χρήσαντος</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., χρησμοδοτούμαι, φανερώνομαι με χρησμό, τίς [[οὖν]] ἐχρήσθη, σε Ευρ.· λέγεται για χρησμό, τὰ χρηστήρια ταῦτά [[σφι]] ἐχρήσθη, σε Ηρόδ.· <i>πεύθου τὰ χρησθέντ'</i>, σε Σοφ.· απρόσ., με απαρ., [[καί]] [[σφι]] ἐχρήσθη ἀνέμοισι εὔχεσθαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., συμβουλεύομαι έναν θεό ή [[μαντείο]], ζητώ να μάθω από θεό ή οιωνό, τον ή το [[λαμβάνω]] υπόψιν, με δοτ. <i>ψυχῇ χρησόμενος Τειρεσίαο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[χράω]] θεῷ, Λατ. [[uti]] oraculo, σε Ηρόδ. κ.λπ.· από τη [[σημασία]] αυτής της χρήσης του χρησμού, έρχεται η γενική [[σημασία]] του [[χράομαι]], [[χρησιμοποιώ]]· απόλ., συμβουλεύομαι χρησμό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>οἱ χρώμενοι</i>, αυτοί που παίρνουν χρησμό, σε Ευρ.· μτχ. παρακ. [[κεχρημένος]], αυτός που έλαβε χρησμό μαντείου, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρέχω]], [[εφοδιάζω]] με [[κάτι]]· με αυτή την [[έννοια]] [[κίχρημι]] ήταν ο ενεστ., με μέλ. <i>χρήσω</i>· αόρ. αʹ <i>ἔχρησα</i>, παρακ. [[κέχρηκα]] — Μέσ., ενεστ. <i>κίχρᾰμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχρησάμην</i>, [[παρέχω]] τη [[χρήση]] ενός πράγματος, δηλ. [[δανείζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· έχω χρησιμοποιήσει ένα [[πράγμα]], δανείζομαι, σε Ευρ.· [[πόδας]] χρήσας ὄμματα [[χρησάμενος]], έχοντας δανείσει πόδια και δανειστεί μάτια, λέγεται για τυφλό άνθρωπο που μεταφέρει έναν [[κουτσό]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> αποθ. [[χράομαι]], Αττ. <i>χρῶμαι</i>, [[χρῇ]], <i>χρῆται</i>, <i>χρῆσθε</i>, <i>χρῶνται</i>, Ιων. [[χρέω]] ή [[χρέο]], γʹ πληθ. [[χρήσθων]], απαρ. Αττ. [[χρῆσθαι]], Ιων. [[χρᾶσθαι]] ή [[χρέεσθαι]], μτχ. Αττ. <i>χρώμενος</i>, Ιων. [[χρεόμενος]] ή [[χρεώμενος]]· παρατ. Αττ. <i>ἐχρῆτο</i>, <i>ἐχρῶντο</i>, Ιων. <i>ἐχρᾶτο</i>, [[ἐχρέοντο]] (ή <i>-έωντο</i>)· μέλ. <i>χρήσομαι</i>, επίσης <i>κεχρήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐχρησάμην</i>, παρακ. [[κέχρημαι]]· από τη [[σημασία]] της συμβουλής μαντείου ή της χρήσης ενός χρησμού [βλ. [[χράω]] Γ. 3] προέρχεται η [[κοινή]] ([[συνήθης]]) [[σημασία]], [[χρησιμοποιώ]], Λατ. [[uti]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>φρεσὶ κέχρητ' ἀγαθῇσι</i>, είχε προικιστεί με μια [[καλή]] [[καρδιά]], σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., [[χρῆσθαι]] ἀργυρίῳ, έχω χρήματα για να τα χρησιμοποιήσω για κάποιο σκοπό, τα [[χρησιμοποιώ]] επ' [[αυτού]], σε Πλάτ.· <i>χρᾴομαι ναυτιλίῃσι θαλάσσῃ</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. <b>2. α)</b> ειδικότερες χρήσεις, <i>ὀργῇ</i> ή θυμῷ [[χρῆσθαι]], κάνω [[χρήση]] του θυμού μου, τον [[αφήνω]] να ενεργήσει, σε Ηρόδ. <b>β)</b> λέγεται για εξωτερικά πράγματα, [[δοκιμάζω]], [[υποφέρω]], [[υπόκειμαι]] σε, <i>νιφετῷ</i>, στον ίδ.· [[χράομαι]] γαληνείᾳ, έχω καλό καιρό, σε Ευρ.· ὁμολογίᾳ [[χράομαι]], [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], σε Ηρόδ.· ζυγῷ [[χράομαι]] δουλίῳ, [[γίνομαι]] [[σκλάβος]], σε Αισχύλ.· <i>συμφορῇ</i>, <i>συντυχίῃ</i>, <i>εὐτυχίῃ</i>, [[χράομαι]], Λατ. [[uti]] [[fortuna]] [[mala]], prospera, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νόμοις [[χράομαι]], ζω [[κάτω]] από την [[υποταγή]] στους νόμους, σε Ευρ.· [[χράομαι]] ἀνομίᾳ, σε Ξεν. κ.λπ.· σε πολλές περιπτώσεις, [[χρῆσθαι]], [[απλώς]] παραφράζει [[ρήμα]] σύστ. με δοτ., μόρῳ [[χράομαι]], δηλ. [[πεθαίνω]], σε Ηρόδ.· ὠνῇ καὶ πράσει [[χράομαι]] = ὠνεῖσθαι καὶ πιπράσκειν, [[αγοράζω]] και [[πουλώ]], στον ίδ.· [[χράομαι]] δασμῷ = διδράσκειν, σε Αισχίν.· [[χράομαι]] φωνῇ = φωνεῖν, <i>διαβολῇ</i>, [[χράομαι]] = διαβάλλεσθαι κ.λπ., σε Πλάτ. <b>γ)</b> <i>χρῆσθαί τινι εἴς τι</i>, [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] για κάποιο σκοπό ή λόγο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[ἐπί]] τι ή [[πρός]] τι, σε Ξεν.· επίσης με ουδ. επίθ. ως επίρρ., χρ.τινι [[ὅ τι]] βούλεταί τις, κάνω ό,τι χρειάζεται [[κάποιος]], σε Ηρόδ.· ἀπορέων [[ὅτι]] χρήσεται, δεν [[ξέρω]] τι να κάνω, στον ίδ.· τί χρήσομαι [[τούτῳ]]; πώς να τον χρησιμοποιήσω; σε Αριστοφ.· οὐκ ἂν ἔχοις [[ὅ τι]] χρῷο σαυτῷ, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, πρόσωπα, <i>χρῆσθαί τινι</i>, με επίρρ. του τρόπου, [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με κάποιο τρόπο, <i>χρῆσθαί τινι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ</i>, σε Ηρόδ.· <i>χρῆσθαί τινι ὡς φίλῳ</i>, σε Θουκ.· επίσης, [[φιλικῶς]], <i>χρῆσθαί τινι</i>, σε Ξεν.· [[αλλά]] το <i>ὡς</i> [[συχνά]] παραλείπεται, <i>ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>χρῆσθαί τινι</i> ([[χωρίς]] το <i>φίλῳ</i>), όπως το Λατ. [[uti]] αντί [[uti]] [[familiariter]], είμαι [[στενός]] [[φίλος]] με κάποιον, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ χρώμενοι</i>, φίλοι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[χρῆσθαι]] ἑαυτῷ, κάνω [[χρήση]] της δύναμής μου, σε Πλάτ.· επίσης, παρέχειν ἑαυτ όν τινι [[χρῆσθαι]], [[θέτω]] τον εαυτό μου στη [[διάθεση]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> απόλ. ή μαζί με επίρρ., [[οὕτω]] χρῶνται οἱ Πέρσαι, έτσι συνηθίζουν να κάνουν οι Πέρσες, αυτά είναι τα έθιμά τους, στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> παρακ. [[κέχρημαι]] (με ενεστ. [[σημασία]]), έχω την [[ανάγκη]] ή [[επιθυμώ]], [[ποθώ]] διακαώς, με γεν., σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· μτχ. [[κεχρημένος]], χρησιμοποιείται ως επίθ., [[άπορος]], [[ενδεής]], πένητας, σε [[ανάγκη]], [[φτωχός]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Ευρ.<br /><b class="num">7.</b> παρακ. ως επιτετ. ενεστ., έχω σε [[χρήση]], και [[επομένως]] έχω, [[κατέχω]], <i>φρεσὶγὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσι</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">8.</b> Παθ. αόρ. αʹ <i>χρησθῆναι</i>, χρησιμοποιούμαι, αἱ [[νέες]] οὐκ ἐχρήσθησαν, σε Ηρόδ.· [[ἕως]] ἂν χρησθῇ, τόσο [[πολύ]] όσο είναι σε [[χρήση]], σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b>αντί του [[χρή]].
|lsmtext='''χράω:''' (Α) ή [[χραύω]], μέλ. <i>χραύσω</i>· ξύνω, [[γδέρνω]], [[πληγώνω]] [[ελαφρώς]], <i>ὅν ῥά τε ποιμὴν χραύσῃ</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. [[ἐγχραύω]], [[ἐπιχράω]].<br /><b class="num">• [[χράω]]:</b> (Β) μόνο σε παρατ.·<br /><b class="num">I.</b> με δοτ. προσ., [[επιπίπτω]], επιτίθεμαι, [[ορμώ]] με [[δριμύτητα]], στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε [[δαίμων]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με απαρ., είμαι αποφασισμένος να κάνω [[κάτι]], [[λαχταρώ]] να κάνω [[κάτι]], [[τίπτε]] ἐμὸν [[ῥόον]] ἔχραε κήδειν; [[γιατί]] ήταν τόσο [[πρόθυμος]] να βλάψει...;, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μνηστῆρες</i>, <i>οἳ ἐχράατε ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν</i>, οι μνηστήρες που ήταν τόσο πρόθυμοι να φάνε και να πιούνε, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> σε αυτό το [[ρήμα]] πρέπει να αναφερθούν και οι τύποι [[χρῇς]], [[χρῇ]] (σχηματισμένοι όπως τα [[λῇς]], <i>λῇ</i> από [[λάω]], <i>διψῇς</i>, <i>διψῇ</i>, <i>πεινῇς</i>, [[πεινῇ]] από [[διψάω]], [[πεινάω]] αντίστοιχα) = [[χρῄζω]], [[επιθυμώ]], [[εἴτε]] [[χρῇ]] [[θανεῖν]], [[είτε]] επιθυμεί να πεθάνει, σε Σοφ.· δρᾶν ἃ [[χρῇς]], στον ίδ.· [[εἴτε]] [[χρῇς]] (ενν. <i>κηρύσσειν με</i>), στον ίδ.· <i>οὐ χρῇσθα</i> (ενν. <i>φωνεῖν</i>), σε Αριστοφ.<br /><b class="num">• [[χράω]]:</b> (Γ),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[παρέχω]] ό,τι είναι αναγκαίο· Αττ. [[χράω]], [[χρῇς]], [[χρῇ]], Ιων. <i>χρᾷς</i>, [[χρᾷ]], Ιων. μτχ. <i>χρέων</i>, [[χρέουσα]], <i>χρέον</i>, Επικ. [[χρείων]]· παρατ. <i>ἔχραον</i>, γʹ ενικ. <i>ἔχρη</i>, μέλ. <i>χρήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἔχρησα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐχρήσθην</i>, παρακ. <i>κέχρησμαι</i>, γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐκέχρηστο</i> — Μέσ., Ιων. [[χρέομαι]], απαρ. [[χρέεσθαι]], μτχ. [[χρεόμενος]] ή [[χρεώμενος]], παρατ. γʹ πληθ. [[ἐχρέοντο]] ή <i>-έωντο</i>, μέλ. <i>χρήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για θεούς και χρησμούς, [[παρέχω]] χρησμό, [[χρησμοδοτώ]], [[ανακοινώνω]], [[κηρύσσω]], [[φανερώνω]], χρήσω βουλὴν [[Διός]], σε Ομηρ. Ύμν.· ἡ Πυθίη οἱ [[χρᾷ]] [[τάδε]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., [[προειδοποιώ]] ή [[προστάζω]] με χρησμό, χρήσαντ' ἐμοὶ ἐκτὸς αἰτίας [[εἶναι]], αυτό που πρέπει να είμαι, σε Αισχύλ.· <i>τοῦ θεοῦ χρήσαντος</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., χρησμοδοτούμαι, φανερώνομαι με χρησμό, τίς [[οὖν]] ἐχρήσθη, σε Ευρ.· λέγεται για χρησμό, τὰ χρηστήρια ταῦτά [[σφι]] ἐχρήσθη, σε Ηρόδ.· <i>πεύθου τὰ χρησθέντ'</i>, σε Σοφ.· απρόσ., με απαρ., [[καί]] [[σφι]] ἐχρήσθη ἀνέμοισι εὔχεσθαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., συμβουλεύομαι έναν θεό ή [[μαντείο]], ζητώ να μάθω από θεό ή οιωνό, τον ή το [[λαμβάνω]] υπόψιν, με δοτ. <i>ψυχῇ χρησόμενος Τειρεσίαο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[χράω]] θεῷ, Λατ. [[uti]] oraculo, σε Ηρόδ. κ.λπ.· από τη [[σημασία]] αυτής της χρήσης του χρησμού, έρχεται η γενική [[σημασία]] του [[χράομαι]], [[χρησιμοποιώ]]· απόλ., συμβουλεύομαι χρησμό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>οἱ χρώμενοι</i>, αυτοί που παίρνουν χρησμό, σε Ευρ.· μτχ. παρακ. [[κεχρημένος]], αυτός που έλαβε χρησμό μαντείου, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρέχω]], [[εφοδιάζω]] με [[κάτι]]· με αυτή την [[έννοια]] [[κίχρημι]] ήταν ο ενεστ., με μέλ. <i>χρήσω</i>· αόρ. αʹ <i>ἔχρησα</i>, παρακ. [[κέχρηκα]] — Μέσ., ενεστ. <i>κίχρᾰμαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐχρησάμην</i>, [[παρέχω]] τη [[χρήση]] ενός πράγματος, δηλ. [[δανείζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· έχω χρησιμοποιήσει ένα [[πράγμα]], δανείζομαι, σε Ευρ.· [[πόδας]] χρήσας ὄμματα [[χρησάμενος]], έχοντας δανείσει πόδια και δανειστεί μάτια, λέγεται για τυφλό άνθρωπο που μεταφέρει έναν [[κουτσό]], σε Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> αποθ. [[χράομαι]], Αττ. <i>χρῶμαι</i>, [[χρῇ]], <i>χρῆται</i>, <i>χρῆσθε</i>, <i>χρῶνται</i>, Ιων. [[χρέω]] ή [[χρέο]], γʹ πληθ. [[χρήσθων]], απαρ. Αττ. [[χρῆσθαι]], Ιων. [[χρᾶσθαι]] ή [[χρέεσθαι]], μτχ. Αττ. <i>χρώμενος</i>, Ιων. [[χρεόμενος]] ή [[χρεώμενος]]· παρατ. Αττ. <i>ἐχρῆτο</i>, <i>ἐχρῶντο</i>, Ιων. <i>ἐχρᾶτο</i>, [[ἐχρέοντο]] (ή <i>-έωντο</i>)· μέλ. <i>χρήσομαι</i>, επίσης <i>κεχρήσομαι</i>· αόρ. αʹ <i>ἐχρησάμην</i>, παρακ. [[κέχρημαι]]· από τη [[σημασία]] της συμβουλής μαντείου ή της χρήσης ενός χρησμού [βλ. [[χράω]] Γ. 3] προέρχεται η [[κοινή]] ([[συνήθης]]) [[σημασία]], [[χρησιμοποιώ]], Λατ. [[uti]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· <i>φρεσὶ κέχρητ' ἀγαθῇσι</i>, είχε προικιστεί με μια [[καλή]] [[καρδιά]], σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., [[χρῆσθαι]] ἀργυρίῳ, έχω χρήματα για να τα χρησιμοποιήσω για κάποιο σκοπό, τα [[χρησιμοποιώ]] επ' [[αυτού]], σε Πλάτ.· <i>χρᾴομαι ναυτιλίῃσι θαλάσσῃ</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. <b>2. α)</b> ειδικότερες χρήσεις, <i>ὀργῇ</i> ή θυμῷ [[χρῆσθαι]], κάνω [[χρήση]] του θυμού μου, τον [[αφήνω]] να ενεργήσει, σε Ηρόδ. <b>β)</b> λέγεται για εξωτερικά πράγματα, [[δοκιμάζω]], [[υποφέρω]], [[υπόκειμαι]] σε, <i>νιφετῷ</i>, στον ίδ.· [[χράομαι]] γαληνείᾳ, έχω καλό καιρό, σε Ευρ.· ὁμολογίᾳ [[χράομαι]], [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]], σε Ηρόδ.· ζυγῷ [[χράομαι]] δουλίῳ, [[γίνομαι]] [[σκλάβος]], σε Αισχύλ.· <i>συμφορῇ</i>, <i>συντυχίῃ</i>, <i>εὐτυχίῃ</i>, [[χράομαι]], Λατ. [[uti]] [[fortuna]] [[mala]], prospera, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νόμοις [[χράομαι]], ζω [[κάτω]] από την [[υποταγή]] στους νόμους, σε Ευρ.· [[χράομαι]] ἀνομίᾳ, σε Ξεν. κ.λπ.· σε πολλές περιπτώσεις, [[χρῆσθαι]], [[απλώς]] παραφράζει [[ρήμα]] σύστ. με δοτ., μόρῳ [[χράομαι]], δηλ. [[πεθαίνω]], σε Ηρόδ.· ὠνῇ καὶ πράσει [[χράομαι]] = ὠνεῖσθαι καὶ πιπράσκειν, [[αγοράζω]] και [[πουλώ]], στον ίδ.· [[χράομαι]] δασμῷ = διδράσκειν, σε Αισχίν.· [[χράομαι]] φωνῇ = φωνεῖν, <i>διαβολῇ</i>, [[χράομαι]] = διαβάλλεσθαι κ.λπ., σε Πλάτ. <b>γ)</b> <i>χρῆσθαί τινι εἴς τι</i>, [[χρησιμοποιώ]] [[κάτι]] για κάποιο σκοπό ή λόγο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· [[ἐπί]] τι ή [[πρός]] τι, σε Ξεν.· επίσης με ουδ. επίθ. ως επίρρ., χρ.τινι [[ὅ τι]] βούλεταί τις, κάνω ό,τι χρειάζεται [[κάποιος]], σε Ηρόδ.· ἀπορέων [[ὅτι]] χρήσεται, δεν [[ξέρω]] τι να κάνω, στον ίδ.· τί χρήσομαι [[τούτῳ]]; πώς να τον χρησιμοποιήσω; σε Αριστοφ.· οὐκ ἂν ἔχοις [[ὅ τι]] χρῷο σαυτῷ, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, πρόσωπα, <i>χρῆσθαί τινι</i>, με επίρρ. του τρόπου, [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με κάποιο τρόπο, <i>χρῆσθαί τινι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ</i>, σε Ηρόδ.· <i>χρῆσθαί τινι ὡς φίλῳ</i>, σε Θουκ.· επίσης, [[φιλικῶς]], <i>χρῆσθαί τινι</i>, σε Ξεν.· [[αλλά]] το <i>ὡς</i> [[συχνά]] παραλείπεται, <i>ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>χρῆσθαί τινι</i> ([[χωρίς]] το <i>φίλῳ</i>), όπως το Λατ. [[uti]] αντί [[uti]] [[familiariter]], είμαι [[στενός]] [[φίλος]] με κάποιον, σε Ξεν.· απόλ., <i>οἱ χρώμενοι</i>, φίλοι, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[χρῆσθαι]] ἑαυτῷ, κάνω [[χρήση]] της δύναμής μου, σε Πλάτ.· επίσης, παρέχειν ἑαυτ όν τινι [[χρῆσθαι]], [[θέτω]] τον εαυτό μου στη [[διάθεση]] κάποιου, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> απόλ. ή μαζί με επίρρ., [[οὕτω]] χρῶνται οἱ Πέρσαι, έτσι συνηθίζουν να κάνουν οι Πέρσες, αυτά είναι τα έθιμά τους, στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> παρακ. [[κέχρημαι]] (με ενεστ. [[σημασία]]), έχω την [[ανάγκη]] ή [[επιθυμώ]], [[ποθώ]] διακαώς, με γεν., σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· μτχ. [[κεχρημένος]], χρησιμοποιείται ως επίθ., [[άπορος]], [[ενδεής]], πένητας, σε [[ανάγκη]], [[φτωχός]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Ευρ.<br /><b class="num">7.</b> παρακ. ως επιτετ. ενεστ., έχω σε [[χρήση]], και [[επομένως]] έχω, [[κατέχω]], <i>φρεσὶγὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσι</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">8.</b> Παθ. αόρ. αʹ <i>χρησθῆναι</i>, χρησιμοποιούμαι, αἱ [[νέες]] οὐκ ἐχρήσθησαν, σε Ηρόδ.· [[ἕως]] ἂν χρησθῇ, τόσο [[πολύ]] όσο είναι σε [[χρήση]], σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b>αντί του [[χρή]].
}}
{{elru
|elrutext='''χράω:''' (преимущ. med., см. [[χράομαι]] I, 1; fut. [[χρήσω]], aor. ἔχρησα; praes. act. к pf. в знач. praes. [[κίχρημι]]) ссужать, одалживать (τινί τι Her., Xen., Plat.): οὐ δεδωκώς, ἀλλὰ χρήσας Arst. не подарив, а лишь дав взаймы.<br /><b class="num">I</b> (только aor. 2 ἔχραον) нападать, обрушиваться (τινι Hom., Anth.): οἳ [[τόδε]] [[δῶμα]] ἐχράετε Hom. вы, которые вторглись в этот дом.<br /><b class="num">III</b><br /><b class="num">1)</b> давать ответ или совет, прорицать, возвещать (ἀνθρώποισι Διὸς βουλήν HH; ὥς οἱ [[χρείων]] μυθήσατο [[Ἀπόλλων]] Hom.): χ. σοφά τινι Eur. дать мудрый оракул кому-л.; χρήσειν ἔοικεν ἀμφὶ τῶν αὑτῆς κακῶν Aesch. (Кассандра) напророчит, кажется, о собственных бедах; τοῦ ἐν Δελφοῖς θεοῦ χρήσαντος Thuc. согласно оракулу дельфийского бога; [[χρῆσαι]] ([[ὥστε]]) ποιεῖν τι Aesch., Thuc. (об оракуле) повелеть сделать что-л.; τὰ ἐκ Δελφῶν [[οὕτω]] τῷ Κροίσῳ ἐχρήσθη Her. такой оракул дан был Крезу из Дельф; τὸ χρησθέν Pind., Her. и τὰ χρησθέντα Soph. пророчество, оракул; μαντεῖα, ἃ ἐχρήσθη τινός Soph. прорицания о чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. вопрошать оракул: ψυχῇ χρησόμενος Τειρεσίαο Hom. намереваясь вопросить дух Тиресия; χρωμένῳ τῷ Κύλωνι ἀνεῖλεν ὁ [[θεός]] Thuc. на вопрос Килона бог ответил.<br /><b class="num">IV</b> (только 2 и 3 л. sing. praes. [[χρῇς]] или [[χρῆς]], [[χρῇ]] и pf. med. в знач. praes. [[κέχρημαι]]) желать, нуждаться: οὐ πόνων κεχρήμεθα Eur. в заботах нет у меня недостатка; τοῦ κεχρημένοι; Soph. или τίνος κέχρησθε; Theocr. чего у вас не хватает (что вам нужно)?; ἀπορίᾳ [[κεχρημένος]] Eur. не знающий, что делать; σωφρονεῖν [[κεχρημένος]] Aesch., неразумный - см. тж. [[χρή]].
}}
}}